Monthly Archives: Μαΐου 2010

Ο Κεν Λόουτς ξεσκεπάζει το βρώμικο χρήμα στον πόλεμο του Ιράκ

Loach

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ
Κάρλος, το «Τσακάλι». Ξεπερνά σε διάρκεια τις πέντε ώρες η βερσιόν της ταινίας “Carlos” του Ολιβιέ Ασαγιάς, εντυπωσιακή κινηματογραφική βιογραφία του Λατινοαμερικάνου «επαγγελματία επαναστάτη» Ιλιτς Ραμίρεζ Σάντσεζ. Σίγουρα η καλύτερη μέχρι τώρα δουλειά του Ασαγιάς, που λόγω της διάρκειάς της απευθύνεται κυρίως στην τηλεόραση, ενώ μάθαμε ότι ετοιμάζεται και μία βερσιόν των 140 λεπτών, για τις κινηματογραφικές αίθουσες. Στο ρόλο του Κάρλος ο συμπατριώτης του από τη Βενεζουέλα και συνονόματός του Εντγκαρ Ραμίρεζ. Εν τω μεταξύ, επιβεβαιώθηκαν οι φήμες που ακούστηκαν κατά τη συνέντευξη τύπου του Αμπάς Κιαροστάμι, ότι ο φυλακισμένος στην Τεχεράνη σκηνοθέτης Τζαφάρ Παναχί, ξεκίνησε απεργία πείνας. Η είδηση ανακοινώθηκε από ένα αντικαθεστωτικό ιρανικό σάιτ και επιβεβαιώθηκε από τη σύζυγο του σκηνοθέτη, Ταερέ Σαεντί. Τα αιτήματα του φυλακισμένου σκηνοθέτη αφορούν τα στοιχειώδη δικαιώματά του: να μπορεί να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο, να δέχεται επισκέψεις από την οικογένειά του και εν τέλει να αφεθεί ελεύθερος μέχρι την ακροαματική διαδικασία στο δικαστήριο. Ο Κιαροστάμι στη συνέντευξη τύπου εδώ στις Κάννες υπερασπίστηκε τον Παναχί, και δήλωσε πως «το ανεξάρτητο σινεμά στο Ιράν βρίσκεται υπό διωγμό». Ο 69χρονος Ιρανός δημιουργός, που δεν μας είχε συνηθίσει σε αντικαθεστωτικές δηλώσεις, γύρισε την τελευταία του ταινία στην Ιταλία αλλά σκοπεύει να επιστρέψει στο Ιράν για την επόμενη κινηματογραφική δουλειά του: «Αν η ιρανική κυβέρνηση συνεχίσει να αρνείται την αποφυλάκιση του Παναχί, τότε πρέπει να δώσει εξηγήσεις, γιατί δεν καταλαβαίνω πώς μια ταινία μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν το φιλμ δεν έχει ακόμη αρχίσει να γυρίζεται».
Η ταινία του Κεν Λόουτς «Route Ιrish», δικαίωσε απόλυτα την επιλογή των Τερί Φρεμό – Ζιλ Ζακόμπ να την προσθέσουν την τελευταία στιγμή στο διαγωνιστικό πρόγραμμα. Ο μεγάλος σκηνοθέτης, που επιμένει πάντα σε ένα κοινωνικό-πολιτικό σινεμά, εστιάζει εδώ στην «ιδιωτικοποίηση» των σύγχρονων πολέμων, μέσα από μια απλή, «ανθρώπινη» ιστορία για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Το σενάριο της ταινίας, γραμμένο από τον σταθερό συνεργάτη του Λόουτς Πολ Λάβερτι, έχει ως σημείο εκκίνησης τη βαθιά φιλία δύο νέων ανδρών από το Λίβερπουλ, του Φράνκι και του Φέργκους, που διακόπτεται βίαια όταν ο πρώτος σκοτώνεται στο Ιράκ… Η έρευνα που ξεκινά ο Φέργκους (ο οποίος νωρίτερα ήταν κι εκείνος στο Ιράκ) για τον θάνατο του φίλου του θα αποκαλύψει μια αλυσίδα διαφθοράς και συμφερόντων των ιδιωτικών «οργανισμών» που προσλαμβάνουν και απασχολούν χιλιάδες μισθοφόρους. Ο σύγχρονος πόλεμος έχει γίνει μια τεράστια κερδοφόρα επιχείρηση, λένε οι Λόουτς- Λάβερτι. Κάποιοι όχι μόνο κερδίζουν απίστευτα ποσά, χρησιμοποιώντας ανθρώπους σαν φτηνό, αναλώσιμο υλικό, αλλά ταυτόχρονα διαφθείρουν συνειδήσεις, καταστρέφουν ανθρώπινες ψυχές… Είναι από τις λίγες ταινίες του Λόους που τα όρια ανάμεσα σε «καλούς» και σε «κακούς» δεν είναι και τόσο ευδιάκριτα… Κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από το Ιράκ, λέει ο Λόουτς. Ηδη αρκετοί εδώ στις Κάννες λένε ότι το «Route Ιrish» έχει θέσει σοβαρή υποψηφιότητα για τον Χρυσό Φοίνικα –που θα είναι ο δεύτερος για τον Λόουτς μετά τον «Ανεμο που χορεύει το κριθάρι» του 2006.

Σχολιάστε

Filed under film reviews

Το σκλαβοπάζαρο της Ευρώπης και «αλληλεγγύη στην Ελλάδα» από τον Γκοντάρ

biutiful2
Χαβιέ Μπαρντέμ, «Biutiful».

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: Κώστας Τερζής

«Biutiful» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, έτσι, ανορθόγραφα στον τίτλο της ταινίας, για να δηλώσει την ανάπηρη, λειψή ζωή των ηρώων του, των σύγχρονων αθλίων πίσω από την αστραφτερή βιτρίνα της ενωμένης Ευρώπης: Σε μια αγνώριστη, τριτοκοσμική Βαρκελώνη, όπως την αιχμαλωτίζει πυρετικά ο φακός του, με την κάμερα να κινείται ασταμάτητα, Κινέζοι που ζουν σε τρώγλες και δουλεύουν σαν σκλάβοι σε παράνομες φάμπρικες, Αφρικανοί που διακινούν το έτοιμο προϊόν στους δρόμους, «από την παραγωγή στην κατανάλωση», και ο «ενδιάμεσος» με την αποστολή να λύνει τα προβλήματα με τους μαφιόζους που είναι στην κορυφή, αλλά και με το κράτος, ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, ο Χαβιέ Μπαρντέμ, ονόματι Ουξμπάλ. Όχι, δεν είναι ο τύπος του εκμεταλλευτή, είναι απλώς ένας «ιμάντας» κι αυτός σ` ένα τερατώδες σύστημα εκμετάλλευσης και σύνθλιψης ανθρώπων, στον κατάμαυρο καπιταλισμό της εποχής μας, που μπροστά του το Λονδίνο του Ντίκενς φαντάζει ρομαντική αφήγηση… Ο Ουξμπάλ πεθαίνει από καρκίνο, και αγωνιά τι θα απογίνουν τα δύο παιδιά του, μια και η μάνα τους έχει αποδειχθεί ανίκανη να τα φροντίζει… Μελόδραμα; Οχι, σε καμία περίπτωση. Ο Ινιαρίτου προσπερνά όλα τα κλισέ του είδους, ενδιαφέρεται (ίσως υπερβολικά) για το φορμάλ μέρος της ταινίας, την κομματιάζει και την ανασυνθέτει, η εικόνα είναι «βρώμικη», η κάμερα κουνιέται παραπάνω απ` όσο «πρέπει», η μουσική καταλήγει θόρυβος που δοκιμάζει τα νεύρα… Δεν είναι δυνατόν ο θεατής να περνάει ευχάριστα το χρόνο αναπαυτικά στην πολυθρόνα του… Η αφήγηση σε βουλιάζει σε έναν κόσμο όπου καραδοκεί η απελπισία, ο θάνατος… Μια σπουδή θανάτου είναι η ταινία, και γι` αυτό δύσκολα ο θεατής «συμφιλιώνεται» μαζί της. Σκεφτόμουν ωστόσο βλέποντάς την στην τεράστια αίθουσα «Λυμιέρ» εδώ στις Κάννες πως το «Biutiful» αντιπροσωπεύει τη βάρβαρη εποχή μας όσο ελάχιστες ταινίες των πρόσφατων χρόνων.
Αφήγηση φιλόδοξη, άνιση, εντυπωσιακή αλλά και εξαιρετικά «δύσπεπτη», η ταινία του Ινιαρίτου ξεχειλώνει τελικά, φτάνει τις δύο ώρες και δεκαοκτώ λεπτά. Ένα μεγάλο σκηνοθετικό ταλέντο, που ακόμη δεν έχει τον απαραίτητο αυτοέλεγχο.

filmsocialisme
«Film Socialisme»

«Film Sosialisme» από τον βετεράνο Ζαν Λικ Γκοντάρ στο παράλληλο πρόγραμμα «Ένα κάποιο βλέμμα», σε ένα από τα πιο «πολιτικά» φεστιβάλ των τελευταίων χρόνων. Μια ταινία σκέψης, με «θραύσματα» ευρωπαϊκής κουλτούρας και αγωνία για το μέλλον της Ευρώπης. Σαν την σωκρατική «αλογόμυγα» της Αρχαίας Αθήνας, ο Γκοντάρ τολμά να επισημαίνει πληγές και αναπάντητα ερωτήματα στην Παλαιστίνη, στο Σεράγεβο, στην ελληνική περίπτωση, ανατρέχοντας μέχρι τον ελληνικό Εμφύλιο, με πλάνα αρχείου κι ένα μοιρολόι της δεκαετίας του `40 να πλημμυρίζει την οθόνη των Καννών… Μπορεί το περασμένο καλοκαίρι οι υπεύθυνοι στην Αθήνα να του αρνήθηκαν την άδεια να πραγματοποιήσει γυρίσματα σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως είχε ζητήσει, επειδή δεν… προσκόμισε σενάριο, ωστόσο ο Γκοντάρ αποδεικνύεται βαθιά ελληνοκεντρικός: Σε πρόσφατη (μοναδική) συνέντευξή του σε γαλλικό περιοδικό είπε ότι «η Ευρώπη οφείλει τα πάντα στην Ελλάδα», ενώ χτες ακύρωσε την τελευταία στιγμή την παρουσία του στο Φεστιβάλ με ένα λακωνικό φαξ στον Τιερί Φρεμό, λέγοντάς του πως «προβλήματα ελληνικού τύπου» (suite à des problèmes de type Grec), δεν του επιτρέπουν να είναι παρών. Όταν ο Φρεμό ζήτησε εξηγήσεις, ο Γκοντάρ έστειλε δεύτερο φαξ με ένα ποίημα… Οι δημοσιογράφοι εδώ υποδέχτηκαν με αμηχανία αυτή την τυπικά γκονταρική κίνηση, αδυνατώντας να την ερμηνεύσουν, ενώ εμείς μάλλον δικαιούμαστε να την εκλάβουμε ως μία ακόμη κίνηση αλληλεγγύης…

1 σχόλιο

Filed under festivals

«Οργισμένος Δεκέμβρης»: «Η πραγματικότητα που ζήσαμε, κόντρα στην εικονική πραγματικότητα»

«Οργισμένος Δεκέμβρης», ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ καταγραφής αλλά και βαθύτερης ανάλυσης για τον Δεκέμβρη του 2008, αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς μιας ομάδας Θεσσαλονικιών -στην Αθήνα προβλήθηκε τον Απρίλιο, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Fog Doc. Οι κινηματογραφιστές δίνουν τον λόγο σε πολλούς εργαζόμενους, μαθητές και φοιτητές, στον Μανώλη Γλέζο αλλά και στους πανεπιστημιακούς Σπύρο Μαρκέτο, Νικόλα Σεβαστάκη, Μάκη Σεφεριάδη, Άρη Στυλιανού. Για την ταινία μιλήσαμε με τη Χρύσα Τζελέπη, τον Άκη Κερσανίδη (υπογράφουν τη σκηνοθεσία και την παραγωγή), τη Σταυρούλα Πουλημένη και τον Ερρίκο Καρανικόλα που δούλεψαν στη δημοσιογραφική ομάδα.

* Πώς ξεκινήσατε τον «Οργισμένο Δεκέμβρη»; Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου ήταν ο αποφασιστικός «μοχλός» που σας κινητοποίησε; Προϋπήρχαν και άλλα ερεθίσματα, συγκεντρωμένη «εύφλεκτη ύλη»;

Πράγματι, ο θάνατος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου υπήρξε το γεγονός εκείνο που πυροδότησε μια κατάσταση η οποία είχε διαμορφωθεί από καιρό και σχετίζεται με τη συσσωρευμένη πίεση που ασκείται σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτό όμως που κυρίως μας κινητοποίησε εκείνη τη στιγμή στο να κατέβουμε με τις κάμερες στον δρόμο, πέρα από τη συναισθηματική έκρηξη που δημιούργησε η δολοφονία του νεαρού μαθητή, ήταν η πεποίθηση πως ό,τι θα ακολουθούσε δεν θα εντασσόταν στο πλαίσιο μια κοινής διαμαρτυρίας και ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο να καταγραφεί. Υπήρχε μεγάλη ένταση, από τη μία πλευρά ο υπουργός Εσωτερικών έλεγε ότι οι αστυνομικές δυνάμεις έκαναν τα πάντα για την αποκλιμάκωση της κατάστασης, ενώ εμείς στον δρόμο βλέπαμε αστυνομικούς που πίεζαν και προκαλούσαν τους διαδηλωτές. Και οι ειδήσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μιλούσαν για πλιάτσικο καταστημάτων στη Θεσσαλονίκη, ενώ οι εικόνες δείχνανε κοντινά πλάνα από σπασμένες τράπεζες. Αυτό που συνέβαινε στην πραγματικότητα ήταν σπασίματα τραπεζών, πολυεθνικών (βλέπε σκάνδαλο παρακολουθήσεων Vodafone) και καταστημάτων του Αγίου Ορους (Βατοπέδι).

* Σχετικά με τη μέθοδο δουλειάς που ακολουθήσατε: Απ’ όσο ξέρω, σχεδόν αμέσως μετά τη δολοφονία δημιουργήσατε μια κινηματογραφική ομάδα και μια ομάδα τεκμηρίωσης. Πώς δούλεψαν αυτές οι ομάδες;

Η ομάδα τεκμηρίωσης των κινητοποιήσεων προέκυψε από την ανάγκη καταγραφής όλων αυτών που συνέβαιναν γύρω μας σε μια προσπάθεια να παρουσιαστούν τα γεγονότα όπως τα βίωναν αυτοί που συμμετείχαν, και παράλληλα να αντιπαραβάλουμε την πραγματικότητα που ζούσαμε με την «εικονική πραγματικότητα» των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης.

Τη μέθοδο δουλειάς έπρεπε να την ανακαλύψουμε, δεν υπήρχε εκ των προτέρων. Μοιράσαμε τη δουλειά ανάλογα με το τι μπορούσε ο καθένας (εικονοληψία, δημοσιογραφική έρευνα, μοντάζ, καταγραφή σε video των δελτίων ειδήσεων, χρήση των social media) για να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο το οποίο βοήθησε στη συλλογή υλικού. Αυτή η μορφή συλλογικής δουλειάς ήταν κάτι το πρωτόγνωρο… Όλα βγήκαν μέσα από πολλές συζητήσεις, διαφορετικές απόψεις και… τέσσερα στάδια στο μοντάζ της ταινίας.

* Πόσο δύσκολο ήταν να γυρίσετε μια ταινία μακριά από το επίκεντρο των (κύριων) γεγονότων, την Αθήνα; Μήπως αυτή η απόσταση πέρα από τις όποιες δυσκολίες λειτούργησε και θετικά, σας εφοδίασε ίσως με μια νηφαλιότητα στην προσέγγιση;

Πρώτα απ’ όλα, μας ενδιέφερε να δούμε τις εκφάνσεις της εξέγερσης στην πόλη μας. Ενώ τυπικά ήμασταν μακριά από το κέντρο των γεγονότων, οι αιτίες που έβγαλαν τους ανθρώπους στον δρόμο σε κάθε πόλη, και στη δική μας, ήταν κοινές. Θελήσαμε να αποφύγουμε τη συναισθηματική φόρτιση των πρώτων ημερών ώστε να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες και να παρουσιάσουμε τις νέες μορφές πολιτικής έκφρασης που αναδείκνυε η εξέγερση. Από ΄κει προκύπτει και η όποια «νηφαλιότητα».

* Το 1963, αμέσως μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη μια ομάδα νεαρών κινηματογραφιστών φεύγει από την Αθήνα για να καταγράψει τα όσα συμβαίνουν, και αυτή η συλλογική δουλειά που ξεκίνησε από μια ευρύτερη ομάδα κατέληξε στο περίφημο ντοκιμαντέρ «100 ώρες του Μάη» των Θέου – Λαμπρινού. Εδώ, η δική σας κίνηση είναι κατά κάποιο τρόπο αντίστροφη γεωγραφικά… Σημασία πάντως έχει πως «πίσω σας» υπάρχει μια παράδοση πολιτικού ντοκιμαντέρ… Τι σημαίνει για σας αυτή η παράδοση, ιδιαίτερα όταν ένας από εσάς υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Δήμου Θέου;

«Οι εκατό ώρες του Μάη» αποτελούν οπωσδήποτε ένα αρχέτυπο για το ελληνικό πολιτικό ντοκιμαντέρ. Παρ’ όλο που έχει γίνει πριν από 46 χρόνια διατηρεί μια δυναμική που περνάει ακόμη και στους σημερινούς θεατές αυτούσια… Η αίσθηση που έχουμε γενικά είναι ότι βρισκόμαστε σε μια χρονική στιγμή όπου τα πολιτικά ντοκιμαντέρ είναι και πάλι απαραίτητα, όπως τότε στις αρχές του `60. Τώρα που υπάρχει η παντοδυναμία της τηλεόρασης, που κατευθύνει και «δημιουργεί» σε μεγάλο βαθμό τη συλλογική συνείδηση σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (υπερπληροφόρηση, ατομισμός, υποβάθμιση της πολιτικής σκέψης), το πολιτικό ντοκιμαντέρ επανέρχεται και αναλαμβάνει ρόλο αντίλογου απέναντι στον κυρίαρχο λόγο που εκφράζεται μέσω της τηλεόρασης.

* Ναι, είδα στην ταινία σας να έχετε συμπεριλάβει αποσπάσματα, «θραύσματα» από αυτόν τον κυρίαρχο τηλεοπτικό λόγο… Βέβαια ο ρόλος της τηλεόρασης στα γεγονότα του Δεκέμβρη θα μπορούσε να δώσει υλικό ακόμη και για μια εντελώς ξεχωριστή ταινία… Δεν «φοβηθήκατε» καθόλου να δανειστείτε τεμαχισμένα μέρη από τον λόγο που εκφέρει -σαν το κομμένα κεφάλια της Λερναίας Υδρας που εξακολουθούν να πολλαπλασιάζονται;

Εκείνες τις μέρες η ζωή μας μοιράστηκε κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα σ`αυτά που βλέπαμε οι ίδιοι να διαδραματίζονται στους δρόμους και στα πλάνα των ειδήσεων που αντιστοιχούσαν σε έναν λόγο καταστροφολογίας και τρομοκράτησης της κοινωνίας. Έτσι επιλέξαμε συνειδητά να εντάξουμε ως δομικό στοιχείο στην ταινία τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια του κυρίαρχου λόγου των ΜΜΕ με στόχο να αναδειχθούν οι αντιφάσεις του και ο ρόλος που παίζει σε συνθήκες που το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να ελέγξει και να χειραγωγήσει πλήρως.

* Αν και ο κινηματογράφος είναι βασικά εικόνα, εσείς δώσατε προτεραιότητα στον λόγο, έναν λόγο «πολυφωνικό», εντελώς δημοκρατικό, όπου συμπεριλάβατε ισότιμα μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενους, πανεπιστημιακούς, «μοιράσατε» σχεδόν ισομερώς τον λόγο του βιώματος αλλά και της κοινωνικής ανάλυσης… Και ενώ το «θέμα» είναι καθαρά συγκρουσιακό και βίαιο, ξεκινά μάλιστα από ένα φόνο, καταφέρατε να κυριαρχεί μια νηφαλιότητα σκέψης και προβληματισμού: ο λόγος του καθενός στην ταινία μοιάζει σαν να συμπληρώνει ένα ευρύτερο παζλ…

Η δομή του παζλ που χαρακτηρίζει όντως την ταινία προέκυψε από την ίδια τη μορφή της εξέγερσης… Διαφορετικές κοινωνικές και ηλικιακές κατηγορίες ανθρώπων μαζί με συλλογικότητες… Δεν υπάρχει μόνο η κραυγή του «φτάνει πια» αλλά και μια προσδοκία για ένα διαφορετικό μέλλον. Στόχος μας ήταν να δείξουμε πως εκτός από τη νεολαία που πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού αγκάλιασαν και κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσαν κομμάτι του λόγου και των πολιτικών διεκδικήσεων του Δεκέμβρη.

* Μήπως πέρα από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου υπάρχει κάτι ευρύτερο σε εξέλιξη στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας, και αυτό είναι το θέμα σας; Είχα την αίσθηση σε κάποιες στιγμές ότι η ταινία σας είναι «ανοιχτή», διευρύνει συνεχώς τα όρια της έρευνάς της, σαν να επιδιώκει να μην κλείσει με τα τελευταία πλάνα…

Από την αρχή προσπαθήσαμε να εστιάσουμε στα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν στην εξέγερση αλλά και στην παρακαταθήκη που άφησε. Έτσι η ταινία είναι λογικό να μην μπορεί να «κλείσει» εφόσον οι αιτίες που δημιούργησαν τον Δεκέμβρη παραμένουν και εντείνονται λόγω της οικονομικής κρίσης και των εξελίξεων… Κάτω από τα νέα δεδομένα η ομάδα συνεχίζει η δράση της. Η συνέχεια για μας είναι να προωθήσουμε την αυτοοργάνωση ενός δικτύου για την τεκμηρίωση των όσων συμβαίνουν και αυτό συνιστά και ένα ανοιχτό κάλεσμα για μια συνεργασία ατόμων και συλλογικοτήτων και σε άλλες πόλεις.

(Το ντοκιμαντέρ «Οργισμένος Δεκέμβρης» θα προβληθεί το Σάββατο 29 Μαΐου στις 8 μ.μ. στον κοινωνικό χώρο «Μικρόπολις» στη Θεσσαλονίκη, Βενιζέλου και Βασ. Ηρακλείου 18. Όποιες ομάδες ή συλλογικότητες θα ήθελαν να διοργανώσουν προβολή της ταινίας, μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους δημιουργούς της μέσω του μπλογκ).

Σχολιάστε

Filed under συνεντεύξεις

Όχι «στον κόσμο τους» αλλά «έξω στον κόσμο»

Μια τελετή απονομής κινηματογραφικών βραβείων φέρνει αυτομάτως στο μυαλό μια γερή δόση γκλαμουριάς, τουαλέτες, στρας και προβολείς… Ηταν λοιπόν έκπληξη για πολλούς η «έξοδος στην πραγματικότητα» τη Δευτέρα το βράδυ με την ομιλία του προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου Τάσου Μπουλμέτη, που άνοιξε την τελετή: «Η εικόνα των Νεοελλήνων, που στηριζόταν σε μια ψευδαίσθηση ευημερίας χωρίς αξίες, έχει σήμερα καταρρεύσει. Αναδείχτηκαν στην δημόσια ζωή πρόσωπα αμφισβητούμενα, χωρίς πολιτισμό, ξόδεψαν αλόγιστα τον δημόσιο πλούτο, αγνόησαν επιδεικτικά τον πολιτισμό. Η κρίση που βιώνουμε σήμερα είναι πρώτα απ` όλα κρίση πολιτισμού…».

Επιπλέον, η νεότευκτη Ακαδημία στην πρώτη της δημόσια εκδήλωση φάνηκε να γνωρίζει πολύ καλά ότι ο κινηματογράφος πρέπει να λειτουργήσει σαν ένα «ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο», προσκαλώντας στη γιορτή ανθρώπους που δημιουργούν αλλά και συνθλίβονται σήμερα -γιατί η παρουσία του προέδρου της Αφγανικής Κοινότητας της Αθήνας πλάι στον ποιητή Μιχάλη Γκανά υπενθύμιζε τον αδικοσκοτωμένο 15χρονο Χαμιντουλά και τη δεκάχρονη αδελφούλα του που έχασε το φως της.
Και ποιος αμφιβάλλει άραγε ότι ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου που κέρδισε όλα τα μεγάλα βραβεία είναι μια σφοδρή κριτική στις νόρμες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, όπως αποτυπώνονται σε μια οργουελιανής μορφής οικογένεια; Αλλά και η «προωθημένη» επιλογή των μελών της Ακαδημίας να δώσουν το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας στην τρανσέξουαλ Μίνα Ορφανού- «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα, την έφερε επί σκηνής να αφιερώνει το βραβείο «σε αυτούς που η διαφορετικότητά τους, τους έχει αναγκάσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια να είναι στην αφάνεια». Ενώ τo βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους πήγε στην ταινία του Σταύρου Ψυλλάκη «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» για την ομάδα των ανυπόταχτων του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη: Ο σκηνοθέτης το αφιέρωσε ονομαστικά στους Νίκο και Αργυρώ Κοκοβλή, Γιάννη Λιονάκη, Παγώνα Κοκοβλή, Σταμάτη Μαριόλη και Κωστή Λιονάκη «αλλά και σε όλους τους αφανείς ήρωες… Τους το αφιερώνουμε, γιατί με τη στάση και τις επιλογές τους, πολύ περισσότερο από μια ιδεολογία υπηρέτησαν δυσεύρετες στις μέρες μας ανθρώπινες αξίες. Την εποχή που οι περισσότεροι, ίσως, υιοθετούσαν τη ρήση ‘Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι’, γι` αυτούς ‘Άλλος δρόμος δεν υπήρχε’ από το να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους και να μη γίνουν σκουπίδι κανενός».

Αναλυτικά τα βραβεία:
Βραβείο Ειδικών Εφφέ και Κινηματογραφικής Καινοτομίας
Το βραβείο πήρε ο Πέτρος Νούσιας, υπεύθυνος οπτικών εφφέ για την ταινία «Το κακό στην εποχή των ηρώων».

Βραβείο Μακιγιάζ
Το βραβείο πήραν οι Apollonia B. και Μαίρη Σταυρακάκη για την ταινία «Στρέλλα»

Βραβείο Ήχου
Το βραβείο πήραν οι Στέφανος Ευθυμίου, Δημήτρης Βουτσάς, Πάνος Βουτσαράς και Κώστας Βαρυμποπιώτης για την ταινία «Ψυχή Βαθιά».

Βραβείο Ενδυματολογίας
Το βραβείο πήρε ο Βασίλης Μπαρμπαρίγος για την ταινία «Στρέλλα».

Βραβείο Σκηνογραφίας
Το βραβείο πήρε η Πηνελόπη Βαλτή για την ταινία «Στρέλλα».

Βραβείο Πρωτότυπης Μουσικής
Το βραβείο πήρε ο Γιάννης Αγγελάκας για την ταινία «Ψυχή Βαθιά»

Βραβείο Μοντάζ
Το βραβείο πήρε ο Γιώργος Μαυροψαρίδης για την ταινία «Κυνόδοντας».

Βραβείο Φωτογραφίας
Το βραβείο πήρε ο Marcus Waterloo για την ταινία «Μαύρο Λιβάδι».

Βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου
Το βραβείο πήρε η Άννα Μάσχα για την ταινία «Χρυσόσκονη».

Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου
Το βραβείο πήρε ο Χρήστος Πασσαλής για την ταινία «Κυνόδοντας».

Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου
Το βραβείο πήρε η Μίνα Ορφανού για την ταινία «Στρέλλα».

Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου
Το βραβείο πήρε ο Αντώνης Καφετζόπουλος για την ταινία «Ακαδημία Πλάτωνος»

Βραβείο Σεναρίου
Το βραβείο πήραν οι Γιώργος Λάνθιμος και Ευθύμης Φιλίππου για την ταινία «Κυνόδοντας»

Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη
Το βραβείο πήρε ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος για την ταινία “Bank Bang”

Βραβείο Σκηνοθεσίας
Το βραβείο πήρε ο Γιώργος Λάνθιμος για την ταινία «Κυνόδοντας»

Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους
Το βραβείο πήρε ο Τζώρτζης Γρηγοράκης για την ταινία «Κι εγώ για μένα»

Βραβείο Μεγάλου Μήκους Ταινίας Τεκμηρίωσης (Ντοκιμαντέρ)
Το βραβείο πήρε ο Σταύρος Ψυλλάκης για την ταινία «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε»

Βραβείο Μεγάλου Μήκους Ταινίας Μυθοπλασίας Το βραβείο πήρε ο Γιώργος Λάνθιμος για την ταινία «Κυνόδοντας».

Σχολιάστε

Filed under film reviews

Γουόνγκ Καρ Βάι: Το βάρος της μοναξιάς και η ελαφρότητα του έρωτα στη μητρόπολη

days of being wild
«Οι άγριες μέρες μας»

Ένας Κινέζος εστέτ που ανανέωσε τα εκφραστικά μέσα του παγκόσμιου κινηματογράφου όσο ελάχιστοι τις τελευταίες δεκαετίες: Ο Γουόνγκ Καρ Βάι, με τους μοναχικούς του ήρωες χαμένους στο μητροπολιτικό Χονγκ Κονγκ ή στο Μπουένος Αϊρες, όπως αποτυπώνονται με την κάμερα στο χέρι σε ασθμαίνουσες εικόνες, έχει εδώ και χρόνια αμέτρητους θαυμαστές αλλά και μιμητές, από εντελώς διαφορετικούς χώρους, από τη διαφήμιση μέχρι την Ιρανή εικαστικό και εσχάτως κινηματογραφίστρια, Σιρίν Νεσάτ.

Γεννημένος στη Σαγκάη το 1958, βρέθηκε σε ηλικία πέντε χρόνων πρόσφυγας-μετανάστης μαζί με την οικογένειά του στο υπό βρετανική διοίκηση τότε Χονγκ Κονγκ. «Βρεθήκαμε σε μια ξένη πόλη όπου δεν γνωρίζαμε τη γλώσσα που μιλούσαν, τα καντονέζικα, και ίσως γι’ αυτό τον λόγο όταν ήμουν παιδί περνούσα ατέλειωτες ώρες στις κινηματογραφικές αίθουσες μαζί με τη μητέρα μου, που αγαπούσε πάρα πολύ το σινεμά». Η θέαση ταινιών, μια πράξη αγάπης, μια διαδικασία μύησης. Ο Γουόνγκ Καρ Βάι ανήκει στους σκηνοθέτες που έμαθαν σινεμά όχι σε κάποια σχολή αλλά βλέποντας ταινίες, μέσα στις σκοτεινές αίθουσες.

Το Χονγκ Κονγκ μόλις στα 1997 θα «επιστραφεί» στη μητέρα Κίνα, έπειτα από εκατό χρόνια αγγλικής αποικιοκρατίας. Στο μεταίχμιο κινεζικού και δυτικού πολιτισμού, με μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική ελευθερία απ’ όσο η ασιατική ενδοχώρα, εξελίχθηκε σε ό,τι αφορά τον κινηματογράφο σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες του είδους στον κόσμο, μαζί με το Bollywood και το Χόλιγουντ, παράγοντας τα πάντα: μελοδράματα, μιούζικαλ, κωμωδίες, ταινίες γκανγκστερικές, ή πολεμικών τεχνών… Όταν στη δεκαετία του ’80 ο Γουόνγκ Καρ Βάι εισέρχεται στον χώρο ως σεναριογράφος, η ετήσια παραγωγή της ακμάζουσας κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χονγκ Κονγκ ξεπερνά τις τριακόσιες ταινίες.

Το «Καθώς κυλούν τα δάκρυά μας» στα 1988 είναι η πρώτη ταινία του Γουόνγκ, ένα πρωτόλειο που ελάχιστα ανταποκρίνεται στις κατοπινές δουλειές του. Με επιρροές από τις ταινίες του συμπατριώτη του Τζον Γου αλλά και του Μάρτιν Σκορσέζε, ο Γουόνγκ Καρ Βάι παρακολουθεί την καθημερινότητα δύο μικρομαφιόζων, που εισπράττουν χρέη και μπλέκουν σε καβγάδες. Ο ένας από τους δύο φιλοξενεί στο σπίτι του την εξαδέλφη του, η οποία έχει έρθει στην πόλη για ιατρικές εξετάσεις. Ξεκινάει μαζί της μια ερωτική σχέση, στα «διαλείμματα» των συγκρούσεων με τους αντιπάλους… Η βία, κυρίαρχο χαρακτηριστικό του είδους των γκανγκστερικών ταινιών του Χονγκ Κονγκ, θα ξενίσει όσους γνώρισαν τον Γουόνγκ Καρ Βάι από τις τελευταίες ταινίες του, ωστόσο ο προσεκτικός θεατής θα ανακαλύψει εδώ τα πρώτα σημάδια της ιδιότυπης «χαρτογράφησης» της μοντέρνας μητρόπολης.

«Οι άγριες μέρες μας» του 1990 σηματοδοτούν το ξεκίνημα της συνεργασίας του Γουόνγκ Καρ Βάι με τον σπουδαίο οπερατέρ Κρίστοφερ Ντόιλ και εδώ πια έχουμε καθαρά την ανάδυση του προσωπικού ύφους του σκηνοθέτη. Η αφηγηματική δομή αποκτά τα ελευθερία του ανολοκλήρωτου, «ανοιχτού» έργου που θα δούμε αργότερα στο «Chungking Express» ή στην «Ερωτική επιθυμία», με την κατάτμηση της ιστορίας και την αναδιάταξή της σαν παζλ μέσα στον χρόνο (ο ίδιος ο σκηνοθέτης δηλώνει την επιρροή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας -του Μπόρχες, του Κορτάσαρ, του Πούιγκ…), χαρακτήρες «μπαίνουν και βγαίνουν» στην ιστορία, ενώ και η οπτική φόρμα διαφοροποιείται αποφασιστικά χάρη στον Ντόιλ, με την κάμερα στο χέρι, slow motion, στοπ καρέ κ.λπ. Το βάρος της μοναξιάς ορίζει τους χαρακτήρες του Γουόνγκ Καρ Βάι, ωστόσο διαθέτουν ταυτόχρονα μια ανησυχητική ελαφρότητα, σαν σκιές στο ημίφως. «Είμαι σαν ένα πουλί δίχως πόδια, που πετάει διαρκώς, κοιμάται στον άνεμο και προσγειώνεται για να πεθάνει», λέει ο ήρωας της ταινίας, που τον υποδύεται ο Λέσλι Τσενγκ, έχοντας στο πλευρό του τη Μάγκι Τσενγκ, τον Άντι Λάου, την Καρίνα Λάου…

Μετά τις «Αγριες μέρες» ο Γουόνγκ Καρ Βάι γυρίζει την ιστορική υπερπαραγωγή «Στάχτες του χρόνου» και σαν μια «ανάπαυλα» από το μοντάζ, που διαρκεί πάνω από ένα χρόνο, γυρίζει μέσα σε τρεις εβδομάδες το πασίγνωστο «Chungking Express» που τον καθιέρωσε διεθνώς -ίσως η πιο εύληπτη, τρυφερή απεικόνιση του προσωπικού σύμπαντος του Γουόνγκ Καρ Βάι, διασταύρωση κωμικών στοιχείων και νεο-νουάρ αφήγησης. Ακολουθούν στα 1995 οι «Εκπτωτοι άγγελοι», που συμπληρώνουν τη ρετροσπεκτίβα που μπορείτε να δείτε αυτή την εβδομάδα στην Αθήνα: «Ένα από τα πιο φιλήδονα και ωραιοπαθή ορόσημα του νέου ασιατικού κινηματογράφου», με τον ευρυγώνιο του Ντόιλ να κυνηγά αδιάκοπα τα πρόσωπα των ηθοποιών, η ταινία αποτελεί ταυτόχρονα μια ιδιότυπη συνέχεια του «Chungking Express» αλλά και σαρκαστική υπέρβασή της… Πέρα από τα πρόσωπα, η ίδια η πόλη, το Χονγκ Κονγκ, με τις πολλαπλές όψεις της, διεκδικεί το ρόλο του πρωταγωνιστή. Η σχέση του βασικού ήρωα, που είναι επαγγελματίας δολοφόνος, με την μυστηριώδη γυναίκα η οποία είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του, λειτουργεί ουσιαστικά σαν πρόσχημα για να ξεδιπλωθεί ένα σχεδόν παραισθητικό βιντεοκλίπ μακράς διάρκειας…

Το 1996, ένα χρόνο πριν την «επιστροφή» του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, ο Γουόνγκ Καρ Βάι, αισθανόμενος ανασφάλεια για το τι θα επακολουθήσει, φεύγει με ένα μικρό συνεργείο για την Αργεντινή, για να γυρίσει εκεί το «Ευτυχισμένοι μαζί», ιστορία του απεγνωσμένου έρωτα δύο αντρών, έρωτα «υλικού», τραυματικού και αντιφατικού. Λίγοι πρόσεξαν τον αγγλικό υπότιτλο της ταινίας: «A Story about Reunion» (μια ιστορία επανασύνδεσης). Ναι, ο «απολίτικος» Γουόνγκ Καρ Βάι σχολιάζει, μέσα από την ερωτική σχέση δύο ανδρών, που αλληλοσπαράσσονται, την επίφοβη επανασύνδεση του Χονγκ Κονγκ με την Κίνα. Άλλωστε, και το «μυστήριο» της χρονολογίας 2046 στον τίτλο της ταινίας που ο Γουόνγκ θα ξεκινήσει το 2000 (γυρίζοντας ταυτόχρονα και την «Ερωτική επιθυμία», η οποία ωστόσο θα ολοκληρωθεί πρώτη), παραπέμπει ευθέως στη λήξη της μεταβατικής περιόδου των πενήντα χρόνων που υποσχέθηκε ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ για διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος στο Χονγκ Κονγκ, με το περιβόητο σύνθημα «μία χώρα, δύο συστήματα». Βέβαια, στο «2046» ο αριθμός παραπέμπει ταυτόχρονα στο δωμάτιο που στέγασε έναν άτυχο έρωτα και, επιπλέον, μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου επιστημονικής φαντασίας, στον τερματικό προορισμό ενός τρένου με το οποίο οι άνθρωποι ταξιδεύουν για να βρουν τις χαμένες τους αναμνήσεις…

(Οι ταινίες «Καθώς κυλούν τα δάκρυά μας», «Οι άγριες μέρες μας» και «Έκπτωτοι άγγελοι» προβάλλονται καθημερινά σε εναλλασσόμενο πρόγραμμα στον κινηματογράφο «Ιντεάλ»).

Σχολιάστε

Filed under θέματα