Tag Archives: Κακογιάννης

Μιχάλης Κακογιάννης: ο άνθρωπος πίσω από τη «Στέλλα» και τον «Ζορμπά»

zorbas
Μιχάλης Κακογιάννης, Μίκης Θεοδωράκης, Αντονυ Κουίν: Η τριάδα του «Ζορμπά», στα 1965.

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΕΡΖΗ

«Γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1953, η αγάπη μου γι`αυτήν μ`έκανε να δείξω όλη τη φοβερή διάβρωση που υπήρχε σε μικρές κοινωνίες ή ατομικές τοποθετήσεις. Εδειξα τη νησιώτικη κοινωνία στο «Κορίτσι με τα μαύρα», την καταπίεση της γυναίκας στη «Στέλλα», την υποκρισία του αστικού κόσμου και τις σαθρές αξίες του χρήματος στο «Τελευταίο ψέμα». Ηταν διάθεση αυτοκριτικής και ενδιαφέροντος. Είναι μια σχέση σωστή, όπως και με τον άνθρωπο που αγαπάει κανείς, που πρέπει να τον κρίνει επίσης… Δηλαδή αν έχω παιδί άσχημο, να το αγαπώ βλέποντας τίμια πώς είναι. (…) Οι Αγγλοι δεν μου άνοιξαν την πόρτα για να σκηνοθετήσω. Επρεπε να έρθω στη φτωχή Ελλάδα και με τη βοήθεια των φίλων μου να μπορέσω να κάνω την πρώτη μου ταινία. Στον τόπο αυτόν οφείλω. Και δεν ξεχνάω πως την τεράστια επιτυχία μου την έκανα βασισμένος σε ελληνική εικόνα και παράδοση. Εκανα τη χώρα αίμα δικό μου περισσότερο από τους ανθρώπους που είναι γεννημένοι εδώ».

Δεν νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε εύκολα, ακόμη, σε αποτίμηση του μεγάλου έργου του Μιχάλη Κακογιάννη. Και μόνο η πρόσληψη του έργου του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, στα πενήντα χρόνια της παραγωγικής του δράσης, κρύβει εκπλήξεις και αναδεικνύει ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις. Για παράδειγμα, η σφοδρή αντίδραση του Κώστα Σταματίου για τη «Στέλλα», από τις στήλες της «Αυγής» πενήντα πέντε χρόνια πριν («Αυτό που βλέπουμε είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο «λούμπεν», ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα), ανοίγει έναν ολόκληρο κύκλο συζήτησης που ακόμη εκκρεμεί να γίνει, για τη σχέση της Αριστεράς με δημιουργίες και καλλιτέχνες που δεν ήταν σαφώς οριοθετημένοι στον δικό της χώρο επιρροής…

Και μόνο το γεγονός ότι ο Κακογιάννης είναι ο δημιουργός της «Στέλλας» και του «Ζορμπά», των δημοφιλέστερων αρχετύπων της μεταπολεμικής και «εξαγώγιμης» νεοελληνικής κουλτούρας, μας υποχρεώνει να δούμε το έργο του με ιδιαίτερη προσοχή, αναθεωρώντας εκτιμήσεις ή μύθους του παρελθόντος. Ο Ελληνοκύπριος Μιχάλης Κακόγιαννης ερχόμενος στην Αθήνα από το Λονδίνο το 1953 βρήκε τον ελληνικό κινηματογράφο σε κατάσταση ουσιαστικής ανυποληψίας. Ηταν ο πρώτος, ο πρωτοπόρος, εκείνος που διαμόρφωσε καθοριστικά την εικόνα του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου και τον έκανε παγκοσμίως γνωστό. Ηταν όχι μόνο σκηνοθέτης αλλά ταυτόχρονα και οξυδερκής σεναριογράφος, μεταφραστής της αρχαίας τραγωδίας, σχεδιαστής κοστουμιών, παραγωγός των έργων του, και ίσως πάνω απ` όλα παθιασμένος άνθρωπος του θεάτρου και της όπερας…

Γεννημένος στη Λεμεσό της Κύπρου τον Ιούνιο του 1922, σπούδασε Νομικά στην Αγγλία, όπου παρέμεινε αποκλεισμένος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, εργαζόμενος στο ραδιόφωνο του BBC, στον διπλανό θάλαμο από τον Τζορτζ Οργουελ, ενώ παράλληλα σπούδασε θέατρο, κάνοντας και τα πρώτα του βήματα στη σκηνή. Άρχισε να δουλεύει επαγγελματικά ως ηθοποιός, με κορύφωση την εμφάνισή του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Καλιγούλα», ρόλο για τον οποίο τον επέλεξε ο ίδιος ο Αλμπέρ Καμί και τον σκηνοθέτησε ο Αλέξης Σολομός, που επίσης ζούσε τότε στο Λονδίνο.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1953, στα 32 του χρόνια, και με την ταινία του «Κυριακάτικο ξύπνημα» (έναν ύμνο στην Αθήνα της εποχής εκείνης, με επιρροές από μια παλιά ταινία του Ρενέ Κλαιρ) ξεκίνησε την μεγάλη καριέρα του. Η προβολή της ταινίας στις Κάννες και η επιλογή να ανοίξει το φεστιβάλ του Εδιμβούργου έθεσαν τις βάσεις για τη διεθνή καριέρα του Κακογιάννη. Ακολούθησε η θρυλική «Στέλλα», βασισμένη στο θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», μια ερωτική σχέση «με την τρυφερότητα μιας πάλης με ξυράφια». Εκεί ο Κακογιάννης ήταν ο άνθρωπος που παρουσίασε πρώτος τη Μελίνα Μερκούρη στο κοινό του κινηματογράφου. «Δουλεύαμε με μία κάμερα τριάντα χρόνων, και όλα τα δοκιμαστικά που κάναμε με τη Μελίνα είχαν αποτύχει!» θα πει αργότερα ο σκηνοθέτης.

Ακολούθησαν το «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956) και «Το τελευταίο ψέμα» (1958), ταινίες που άδικα κατηγοριοποιήθηκαν ως «νεορεαλιστικές». Αργότερα ήρθε η «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, με την Ειρήνη Παπά, ταινία που χρηματοδοτήθηκε από τη United Artists και ο «Ζορμπάς», το 1964, βασισμένος στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, που ήταν μια διεθνής παραγωγή, με τον Άντονι Κουίν στον ομώνυμο ρόλο που άνοιξε μια εξαντλητική αντιπαράθεση. Η ταινία διεκδίκησε επτά βραβεία Όσκαρ, αποσπώντας τελικά τρία: Β’ γυναικείου ρόλου (Λίλα Κέντροβα), ασπρόμαυρης φωτογραφίας (Γουόλτερ Λάσαλι) και σκηνογραφίας για ασπρόμαυρη ταινία (Βασίλης Φωτόπουλος). Ο ίδιος ο Κακογιάννης ήταν υποψήφιος σε τρεις κατηγορίες: ως σκηνοθέτης, ως σεναριογράφος αλλά και ως παραγωγός, γιατί το φιλμ ήταν υποψήφιο και για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας.

Μετά τον «Ζορμπά», σχεδόν όλες οι πόρτες στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα ήταν ανοιχτές για τον Κακογιάννη, που απέρριψε την πρόσκληση να εγκατασταθεί στο Χόλιγουντ αλλά ωστόσο άρχισε να εργάζεται και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, στην Αμερική και την Ευρώπη, στο θέατρο και στην όπερα, ανεβάζοντας κλασικό ρεπερτόριο, αλλά και τραγωδίες, ειδικά στη Νέα Υόρκη.

Η «Ηλέκτρα» (1962) με την Ειρήνη Παπά, υπήρξε η πρώτη ταινία της τριλογίας του Κακογιάννη με έργα βασισμένα στον Ευριπίδη (την ολοκληρώνουν οι «Τρωάδες» και η υποψήφια για το ξενόγλωσσο Όσκαρ «Ιφιγένεια», το 1977).

Κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρούσε ο ίδιος το ντοκιμαντέρ «Αττίλας 1974», για την τουρκική εισβολή. Όπως έλεγε, μόλις είχε σκηνοθετήσει «Οιδίποδα Τύραννο» για το Εθνικό Θέατρο της Ιρλανδίας, όταν έμαθε για την εισβολή. «Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω να καταταγώ στην Κυπριακή Εθνοφρουρά, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι το δικό μου όπλο ήταν η κάμερα». Σε όλη τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας ο Κακογιάννης δεν είχε έρθει στην Ελλάδα. Άλλωστε, ήταν από τους πρώτους που την 21η Απριλίου του 1967 έκανε δηλώσεις στα γαλλικά ραδιόφωνα, αλλά και από εκείνους που συνεργάστηκαν ειδικά με τη Μελίνα Μερκούρη στον αντιχουντικό αγώνα. Το 2004 ο Μιχάλης Κακογιάννης εγκαινίασε στην Αθήνα το Ιδρυμα που φέρει το όνομά του, τη δική του «παρακαταθήκη πολιτισμού», που το ήθελε να είναι «ένα φυτώριο, ένας χώρος τέχνης, ένας ζωντανός οργανισμός που θα προβάλλει το έργο μου και θα αποτελεί ταυτόχρονα βήμα για τους ταλαντούχους νέους».

Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τα βιβλία «Μιχάλης Κακογιάννης – Σε πρώτο πλάνο» του Χρήστου Σιάφκου (εκδόσεις Ψυχογιός), «Μιχάλης Κακογιάννης», συλλογικός τόμος με επιμέλεια του Μπάμπη Κολώνια (έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), «Δηλαδή…» του Μιχάλη Κακογιάννη (εκδόσεις Καστανιώτη).

Σχολιάστε

Filed under θέματα