Monthly Archives: Μαρτίου 2010

Επαναστατικά και χολιγουντιανά «Πάθη»: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται…

KraniouTopos3
«Τόπος κρανίου» του Κώστα Αριστόπουλου, στην Ελλάδα των συνταγματαρχών του 1973.

Την άνοιξη του 1973 στην Ελλάδα, κι ενώ ο νεολαιίστικος αναβρασμός και η αμφισβήτηση του χουντικού καθεστώτος, που ξεκινά με την κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο και κορυφώνεται τον Νοέμβριο με το Πολυτεχνείο κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα, ο νέος σκηνοθέτης Κώστας Αριστόπουλος γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία στη Μάνη: είναι μια ανατρεπτική παραλλαγή των “Παθών”, με τίτλο “Τόπος κρανίου” και με σαφείς επιρροές από το “Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο” του Παζολίνι. Ωστόσο, οι συμπαραδηλώσεις εδώ στοχεύουν το καθεστώς των Απριλιανών, καθώς ήρωας είναι ένας Χριστός-εργάτης, που το παράγγελμά του στους μαθητές του είναι «Όταν λείψω, να πάρετε τα βουνά». Αυτή η κινηματογραφική “κραυγή για αντίσταση” επιλέγει το γυμνό τοπίο της Μάνης, όπου οι ηθοποιοί μεταμφιέζονται με «μπρεχτικό ύφος» μπροστά στην κάμερα σε πρόσωπα των Ευαγγελίων, αναπαριστούν σκηνές με χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, ενώ σε “δεύτερο χρόνο” ο Αριστόπουλος κινηματογραφεί τον ήρωά του να περιποιείται τον ετοιμοθάνατο γέρο πατέρα του και μετά να επιστρέφει σε έναν νέο «τόπο κρανίου», το εργοστάσιο… Είναι η χρονιά της υπερπαραγωγής “Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Αστρο” (Jesus Christ Superstar) όπου στην Ελλάδα ένας καλόγερος εισβάλλει στην καμπίνα προβολής του “Αττικόν” με ένα πριόνι και… διαμελίζει την ταινία, ενώ δεν είμαστε πολύ μακριά από τα χρόνια που κάθε Μεγάλη Εβδομάδα οι θεούσες άναβαν κεριά μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες όπου προβάλλονταν θρησκευτικές ταινίες και ο αιθουσάρχης έτρεχε αλαφιασμένος: “Γιαγιούλα, θα μου κάψεις το μαγαζί…”.
Τα “΄Πάθη” συνοδεύουν και τροφοδοτούν τον κινηματογράφο από το ξεκίνημά του, με τους ιστορικούς να τοποθετούν την πρώτη απεικόνιση στα 1897, όταν κάποιος Φρανκ Ράσελ είναι ο πρώτος ηθοποιός που υποδύεται τον Χριστό στη μεγάλη οθόνη. Στα 1926 ο πολύς Σέσιλ ντε Μιλ στον “Βασιλέα των Βασιλέων” χρησιμοποιεί ως αφορμή την τελευταία περίοδο της ζωής του Χριστού για ένα πομπώδες και ελάχιστα θρησκευτικό υπερθέαμα. Θα ακολουθήσει για πολλές δεκαετίες μια μακρά σειρά ψευδο-θρησκευτικών υπερπαραγωγών που “πουλάνε” στην ίδια συσκευασία σεξ, δράση, αγωνία, μαζί με ψήγματα χριστιανικών παραινέσεων: “Κβο βάντις”, “Ο Χιτών”, “Βαραββάς”, “Ο μεγάλος Ψαράς” κ.ά.

Το 1961 ο Νίκολας Ρέι που, λίγα χρόνια πριν, είχε γυρίσει τον “Επαναστάτη χωρίς αιτία” με τον Τζέιμς Ντιν, γυρίζει τον “Βασιλιά των βασιλέων” με τον γαλανομάτη Τζέφρι Χάντερ στο ρόλο του Χριστού. Θα ακολουθήσει ένας άλλος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, ο Τζορτζ Στίβενς (κατά σύμπτωση είχε σκηνοθετήσει και αυτός τον Τζέιμς Ντιν) με τη “Μεγαλύτερη ιστορία του κόσμου” (1965) και τον Μαξ φον Σίντοφ να υποδύεται έναν “διαφορετικό” Ιησού, όμως το κοινό δείχνει σημάδια κόπωσης ή μάλλον οι εποχές έχουν αλλάξει και η βιομηχανία του κινηματογράφου δυσκολεύεται να το αντιληφθεί.

Ωστόσο, την ίδια περίοδο στην Ευρώπη ο μαρξιστής Πιερ Πάολο Παζολίνι αποφασίζει να ανταποκριθεί στο κάλεσμα για “διάλογο” που απηύθυνε στους μη θρησκευόμενους καλλιτέχνες ο μεγάλος μεταρρυθμιστής πάπας Ιωάννης XXIII (πρόκειται για τον νούντσιο στα χρόνια της Κατοχής στην Ελλάδα Άντζελο Ρονκάλι, που βοήθησε αποφασιστικά στην περίοδο της μεγάλης πείνας), ο επονομαζόμενος και “χωριάτης πάπας”, καθώς ήταν γιος βοσκού. Ο Παζολίνι θα γυρίσει μια ταινία που αποτελεί τομή στο έργο του, το “Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο” (1964), κινηματογραφώντας την “Εβδομάδα των Παθών” με τυπικό σεβασμό στο κείμενο αλλά ταυτόχρονα με αναζωογονητική “ματιά”, με μια γειωμένη αίσθηση του ιερού και του τραγικού, χρησιμοποιώντας ως φόντο χωριά του εξαθλιωμένου ιταλικού Νότου, ανατρέποντας πλήρως την κρατούσα χολιγουντιανή ψευδο-χριστιανική αισθητική. Προσπαθώντας να αιτιολογήσει την επιλογή του, είχε μιλήσει για τη “σκανδαλώδη σχέση” ανάμεσα σε εκείνον και στον άνθρωπο του λαού που στρέφει που πιστεύει στον Χριστό. «Από τη μεριά μου υπάρχει μια προσπάθεια κατανόησης μη ορθολογική, που πηγάζει από εκείνα τα ανορθολογικά στοιχεία που με κατέχουν, ίσως και από μια λανθάνουσα κατάσταση θρησκείας μέσα μου. Εζησα όμως για χρόνια σε όσμωση με αυτόν τον άνθρωπο του λαού που πιστεύει…”.

Η ταινία έγινε δεκτή με θετικά σχόλια και βραβεία από τους καθολικούς, όμως από την πλευρά των μαρξιστών υπήρξε αμηχανία ή ακόμη και έντονη κριτική, ιδιαίτερα στη Γαλλία. Σε μια επίσκεψή του στο Παρίσι ο Παζολίνι αισθάνθηκε την ανάγκη να απαντήσει στις κατηγορίες: “Υπήρξα πιστός στον εαυτό μου κι έκανα ένα έργο εθνικο-λαϊκό με την γκραμσιανή έννοια του όρου (…). Ο Χριστός είναι ένας υποπρολετάριος που πορεύεται με τους υποπρολετάριους. (…). Αν ήμουν Γάλλος θα είχα γυρίσει την ταινία στην Αλγερία, κι αυτό θα σας είχε τραυματίσει, όπως τραυματίζει τον Ιταλό το γεγονός ότι την τοποθετώ στην Καλαβρία και τη Λουκάνια…”.

Για τον ρόλο του Χριστού ο Παζολίνι είχε επιλέξει έναν Ισπανό αριστερό φοιτητή που βρισκόταν εκείνη την εποχή στη Ρώμη, τον Ενρίκε Ιρασόκι, απεσταλμένο της παράνομης οργάνωσής του προκειμένου να ζητήσει βοήθεια για τον αγώνα κατά του Φράνκο. “Την τελευταία μέρα της παραμονής μου στη Ρώμη, με έστειλαν στο σπίτι ενός ποιητή, όπως μου είχαν πει, κι όταν έφτασα άρχισα να επαναλαμβάνω στα ιταλικά την έκκληση για βοήθεια, που είχα μάθει πια απ` έξω. Ο Παζολίνι, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να με περιεργάζεται και τελικά μου είπε ότι με ήθελε για τον ρόλο του Χριστού για μια ταινία που ετοίμαζε επί δύο χρόνια! Για μένα το Ευαγγέλιο ήταν σύμβολο της φασιστικής καταπίεσης που βιώναμε στην Ισπανία του Φράνκο, καθώς εκεί η Καθολική Εκκλησία στήριζε το καθεστώς. Όταν τελικά επέστρεψα στην πατρίδα μου, αμέσως μου αφαίρεσαν το διαβατήριο με την κατηγορία ότι είχα συμμετάσχει σε μια μαρξιστική ταινία, η οποία βέβαια είχε βραβευτεί από τους καθολικούς στην Ιταλία!”.

Η “συντηρητική στροφή” της δεκαετίας του ’70 θα εκφραστεί στην κινηματογράφηση των “Παθών” με τη βαρύγδουπη υπερπαραγωγή του Φράνκο Τζεφιρέλι, «O Ιησούς από τη Ναζαρέτ» (1977). Καθώς το κοινό στο οποίο απευθύνεται έχει στραφεί πια εντελώς στη μικρή οθόνη, δεν πρόκειται για κινηματογραφική ταινία αλλά για μίνι τηλεοπτική σειρά, ιταλοβρετανικής παραγωγής, με την έγκριση όχι μόνο του Βατικανού αλλά και εβραϊκών και μουσουλμανικών ιδρυμάτων. Mια εξάωρη εκδοχή της προβλήθηκε και στις κινηματογραφικές αίθουσες σε δύο τρίωρα μέρη.

Η δημοτικότητα και η αποδοχή της βερσιόν του Τζεφιρέλι δεν οφείλεται μόνο στις ετήσιες επαναλήψεις της από τα τηλεοπτικά δίκτυα όλου του κόσμου, αλλά και στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο και προσεκτικά σχεδιασμένο εγχείρημα, που διαχειρίστηκε επιδέξια ο έμπειρος Τζεφιρέλι, επιστρατεύοντας τους πιο διάσημους ηθοποιούς της εποχής: Λόρενς Ολίβιε, Άντονι Κουίν, Ολίβια Χάσεϊ, Πίτερ Ουστίνοφ, Κλαούντια Καρντινάλε, Pοντ Στάιγκερ, Aν Mπάνκροφτ κ.ά., Ομως, η καθοριστική επιλογή ήταν ο Ρόμπερτ Πάουελ για τον ρόλο του Χριστού, καθώς η εικόνα του ανταποκρίνεται πλήρως στο επί αιώνες “αρχέτυπο” της Δυτικής Εκκλησίας για τον ιδρυτή της θρησκείας: πρασινογάλανα μάτια και καστανά μακριά μαλλιά, μαζί με μια “νεωτεριστική” φυσική έλξη αλλά και “υπερβατική” παρουσία (εκτός όλων των άλλων τεχνασμάτων ο Τζεφιρέλι τού είχε απαγορεύσει να ανοιγοκλείνει τα μάτια, καθ` όλη τη διάρκεια της ταινίας!).

Ωστόσο, με το γύρισμα του νέου αιώνα μια ταινία επισκίασε σχεδόν όλες τις προηγούμενες εκδοχές, με την “αυθεντικότητα” της αραμαϊκής γλώσσας, την τραχύτητα και την ωμή βία που προπαγανδίζει, παράπλευρο πολιτιστικό “δείγμα” της επιθετικής γεωστρατηγικής του Μπους του νεότερου: Αναφερόμαστε στα “Πάθη του Χριστού” (The Passion of the Christ-2004) του Μελ Γκίμπσον, που “σκέπασαν” ακόμη και τον σάλο που προκάλεσε ο «Τελευταίος Πειρασμός» (1988) του Μάρτιν Σκορσέζε, βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη. Στην Αθήνα 300.000 θεατές πρόλαβαν να δουν τότε την ταινία προτού απαγορευτεί, έπειτα από τις μαχητικές διαδηλώσεις χιλιάδων φανατικών θρησκόληπτων που απειλούσαν να κάψουν τις κινηματογραφικές αίθουσες… Δεν μπορούσαν να αντέξουν την εικόνα ενός Ιησού Χριστού που υποκύπτει στους σεξουαλικούς πειρασμούς της Μαρίας Μαγδαληνής…

Σχολιάστε

Filed under θέματα

Το ροκ σαν ανοιχτή πληγή

«T 4 TROUBLE and the Self Admiration Society – The life and music of Terry Papadinas»

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αθυρίδης

Σπάνια ο φακός ενός ντοκιμαντερίστα πολιορκεί το θέμα του τόσο εξαντλητικά όσο η κάμερα του Αθυρίδη τον Παπαντίνα. Μέχρι το μεδούλι. Ποιος είναι ο Τέρρυ Παπαντίνας; Ροκ περσόνα της Θεσσαλονίκης κυρίως στη δεκαετία του `70, σήμερα, στα 56 του χρόνια, βιώνει το περιθώριο και τη μοναξιά. Μεγαλωμένος στη Νέα Υόρκη, όπου ο αριστερός πατέρας του βρήκε καταφύγιο με την οικογένειά του, θύματα όλοι τους της φοβερής δεκαετίας του `40, επέστρεψε στην Ελλάδα «μπολιασμένος» με τη ροκ κουλτούρα κατευθείαν από τη μητρόπολη, με βιώματα από την κοσμογονική δεκαετία του `60. Όταν ο Παπαντίνας μιλά για την τραυματική παιδική του ηλικία και την πατρική βία και «παράνοια», αισθάνεσαι τον κρυφό θαυμασμό και την ταύτιση με τον θύτη πατέρα: Αναγνωρίζει τους αγώνες εκείνου, αντιλαμβάνεται ότι «εκτόνωνε» στον γιο του τη βία που είχε υποστεί από τους Γερμανούς και τη Δεξιά, αναδιπλασιάζοντάς την («ο πατέρας μου θα μπορούσε θαυμάσια να είναι ένας ανακριτής της Γκεστάπο», λέει σε κάποια στιγμή) αλλά δεν συναισθάνεται ότι η ήττα του πατέρα έχει μετουσιωθεί στη δική του ήττα, ότι τους ενώνουν πολύ περισσότερα απ` όσα τους χωρίζουν.

Ο Τέρρυ Παπαντίνας θα λάμψει σαν φωτεινός μετεωρίτης στην ανεξάρτητη ροκ σκηνή της Ελλάδας του΄70, με τον Νίκο Παπάζογλου στους «Μακεδονομάχους», εμφανίσεις με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και πολλούς άλλους. Με όσους τον άντεχαν βέβαια, γιατί παρά την ολοφάνερη γοητεία του και τις μουσικές του ικανότητες ήταν (και είναι ακόμη) εντελώς αυτοκαταστροφικός, «χειριστικός» με τους πάντες, ασυνεπής, επιθετικός… Πάντα «στον κόσμο του»: Εύστοχα ο σκηνοθέτης αντιπαραβάλλει το σχόλιό του για τις εμφανίσεις τους σε ένα κλαμπ την περίοδο της χούντας, με εκείνο του Παπάζογλου, «ήταν πολύ ωραία, δεν μας ενοχλούσε κανείς τότε», λέει ο Παπαντίνας, «σχεδόν κάθε βράδυ η αστυνομία μάζευε τους μισούς μέσα από το κλαμπ για εξακρίβωση στοιχείων», θυμάται ο περισσότερο διαυγής Παπάζογλου. Σήμερα, ο Παπαντίνας, απομονωμένος και περιθωριοποιημένος στη Θεσσαλονίκη («προσποιούνται ότι δεν με ξέρουν, ενώ είμαι από αυτούς που έχτισαν αυτή την πόλη, μουσικά»), αθεράπευτα νάρκισσος, «σπάει» σιγά σιγά μπροστά στην κάμερα του Αθυρίδη, αντιπαθής αλλά και παράδοξα γοητευτικός ακόμη, παρά τη φθορά του χρόνου. Από τους σκοτεινούς διαδρόμους της μνήμης, Τέρρυ Παπαντίνας, ένα αυθεντικό «προϊόν» της ροκ εποχής.
(Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή»).

Σχολιάστε

Filed under film reviews