Tag Archives: Καπλανίδης

«Ζούσαμε σε μια ψευδαίσθηση και τώρα βρεθήκαμε μπροστά στα στοιχειώδη της ύπαρξης»

Kantina3
Ο Ερρίκος Λίτσης και ο Αλέξανδρος Λογοθέτης στην «Καντίνα».

Από παλιά ο Σταύρος Καπλανίδης επενδύει στην «κουλτούρα του συναισθήματος»: Από τότε που μετά τον θάνατο του Σταύρου Τορνέ πάλεψε να περισώσει τις ταινίες του ή όταν εγκατέλειψε μια καριέρα επαγγελματία συνεργάτη διεθνών συμπαραγωγών στην Ελλάδα, αλλά και σκηνοθέτη στη Γαλλία, απ` όπου ξεκίνησε, το 1984, συν-σκηνοθετώντας με την Ντανιέλ Ντιμπρού τους «Φοβερούς εραστές». Γεννημένος το 1945, το δικό του «Σινεμά Παράδεισος» ήταν το «Πανελλήνιον» στο Κουκάκι, όπου μεγάλωσε. «Για μένα ο κινηματογράφος ήταν πάντα υπόθεση ζωής», λέει σήμερα, παρουσιάζοντας στο κοινό την τελευταία του ταινία, την «Καντίνα», «μια ταινία για την κρίση», με σενάριο του Σταύρου Τσιώλη: Μια παράνομη καντίνα στημένη στην άκρη ενός παραλιακού δρόμου, κάπου στην Πελοπόννησο, με «αφεντικό» τον Φίλιππο (Αλέξανδρος Λογοθέτης) και βοηθό τον μυστηριώδη Οδυσσέα (Ερρίκος Λίτσης). Επίκεντρο στο πουθενά, η καντίνα χρησιμεύει σαν δραματουργικός μηχανισμός εκμαίευσης συναισθημάτων και ταυτόχρονα είναι το «χαμένο κέντρο» μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται και η πλάγια, κωμική ή σουρεαλιστική ματιά είναι ο μόνος τρόπος να την αντικρίσεις…

Συνέντευξη στον Κώστα Τερζή

* Έζησες τη «διαφορά φάσης» στην κουλτούρα της Ελλάδας μέσα στα τελευταία 30 χρόνια, από τη δεκαετία του ’80 μέχρι την οικονομική κατάρρευση των ημερών μας. Πώς βίωσες εσύ αυτές τις ιλιγγιώδεις μεταπτώσεις στην ελληνική κοινωνία; Πώς φτάσαμε ώς εδώ;

Το ’80 υπήρχε μια κινητικότητα σε όλους τους τομείς, αμφισβήτηση αξιών, ερωτήματα και ερωτηματικά. Όμως ιδιαίτερα αυτό το δεύτερο ήταν κάτι που δεν το άντεχε η ελληνική κοινωνία. Ήθελε γρήγορες απαντήσεις, αυτές επικράτησαν. Εάν κάποιος έβαζε ερωτηματικά, κανείς δεν τα άντεχε. Τελικά ζούσαμε μέσα σε μια ψευδαίσθηση, αυτό κυριαρχούσε. Και τώρα βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά στα βασικά: Υπάρχουμε; Δεν υπάρχουμε;

* Τι βλέπει σήμερα γύρω του ο κινηματογραφιστής Καπλανίδης στον καιρό της κρίσης;

Ελπίζω στην πολιτική, χωρίς όμως να πιστεύω σ’ αυτήν… Κοιτάζω τι συμβαίνει γύρω μου, κοιτάζω τον κόσμο… Αυτή είναι η δουλειά μου, αυτό ξέρω να κάνω, και θα συνεχίσω να το κάνω.

* Έχεις δουλέψει για χρόνια για την κρατική τηλεόραση, έχεις χρηματοδοτηθεί και από το Κέντρο Κινηματογράφου, χωρίς να εμπίπτεις στην κατηγορία του «κρατικοδίαιτου» σκηνοθέτη. Πού εντοπίζεις σήμερα τα προβλήματα στο μοντέλο παραγωγής που ισχύει, αλλά και τις αγκυλώσεις στον χώρο της διανομής;

Το Κέντρο διέπεται από δημοσιοϋπαλληλικό σύνδρομο. Δεν παίρνει δηλαδή αρκετά σοβαρά τη δουλειά του. Το μόνο που το ενδιαφέρει είναι οι συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ. Όσο για τους διανομείς, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα εισιτήρια. Η δημόσια τηλεόραση κάποτε προσέφερε δυνατότητες δουλειάς στους κινηματογραφιστές, δουλειάς που ήταν αξιοπρόσεχτη και αποσπούσε τον σεβασμό. Τα ντοκιμαντέρ που γυρίζονταν τότε σε αυτό το πλαίσιο ήταν πραγματικό σχολείο, διαμόρφωσαν μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών. Από τη στιγμή όμως που η κρατική τηλεόραση αποφάσισε να γίνει «ανταγωνιστική» προς την ιδιωτική, έγινε απλά ροζ…

* Το «φτωχό σινεμά» του Σταύρου Τορνέ μπορεί να είναι απάντηση, μοντέλο για τους κινηματογραφιστές σε αυτή την εποχή της οικονομικής κρίσης;

Οι ταινίες του Τορνέ, οικονομικά, με όρους αγοράς, ήταν πολύ πιο συμφέρουσες από αρκετές άλλες που γυρίζονταν εκείνη την εποχή. Δηλαδή κόστιζαν πολύ λιγότερα χρήματα και κάλυπταν το κόστος τους.

Όμως το σπουδαιότερο είναι ότι είχαν ένα πολιτιστικό αντίκρισμα για τον τόπο, ήταν πλούτος για τον κινηματογράφο μας. Δεν είναι συμπτωματικό το ότι έχουν γίνει τόσα αφιερώματα στο εξωτερικό για το έργο του. Στην Ιταλία τρία, στη Γαλλία τρία, ακόμη και στην Ελβετία. Κι αυτά όχι μέσω Κέντρου αλλά από προσωπική μου πρωτοβουλία.

* Είναι όμως «απάντηση» αυτό το μοντέλο για σήμερα;

Κοίταξε, αν αυτός ο «φτωχός» κινηματογράφος είναι απάντηση στην οικονομική κρίση, δεν μπορώ να σου το απαντήσω με σιγουριά. Ο κινηματογράφος ούτως ή άλλως είναι ακριβό σπορ. Αν δεν έχεις εξασφαλισμένη τη διαβίωσή σου, νομίζω είναι καλύτερα να μην εμπλακείς. Ο Τορνές γύρισε το «Εξωπραγματικό» τη δεκαετία του ’70 με μια μικρή 8άρα κάμερα. Ένα οδοιπορικό στο ηφαίστειο Αίτνα. Χωρίς τις ευκολίες, την ευχέρεια που προσφέρει σήμερα μια κάμερα μίνι DV ή μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Συγκριτικά, από τεχνική άποψη η μίνι DV ή και η ψηφιακή φωτογραφική προσφέρουν δυνατότητες υπερπαραγωγής. Και λοιπόν; Μέχρι σήμερα δεν έχω δει κάτι ανάλογο.

* Ο κόσμος σε ξέρει κυρίως σαν ντοκιμαντερίστα, μέσα από τις δουλειές σου για τον Σταύρο Τορνέ και τον Χρήστο Βακαλόπουλο…

Προτιμώ τον όρο κινηματογραφιστής. Η σειρά που έκανα στην ΕΡΤ1 το 1989, «Ο Λούσιας», από το ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Χουλιαρά (πέντε ωριαία επεισόδια), είναι μια πεντάωρη ταινία. Η κριτική τότε τη θεώρησε σαν μια από τις καλύτερες πέντε παραγωγές της ΕΡΤ από καταβολής της. Όμως έγινα «γνωστός» σαν ντοκιμαντερίστας λόγω των ταινιών για τον Τορνέ και τον Βακαλόπουλο. Βραβευμένες και οι δύο. Τι σημαίνει αυτό; Τίποτε.

* Η «Καντίνα» είναι μια ταινία που αναδεικνύει τους ηθοποιούς, είναι συνεχώς στο επίκεντρο, σχεδόν σε κάθε πλάνο… Πώς είναι η σχέση σου μαζί τους;

Αγαπώ και θαυμάζω τους ηθοποιούς. Ταυτόχρονα με τρομάζουν. Ένας ναρκισσισμός τους ίσως. Όμως, θέλω να τους ερωτευτώ και να με αγαπήσουν και αυτοί. Να μου δώσουν κάτι, έστω λίγο, από τον εαυτό τους, όχι ένα «θέατρο σκιών»… Δεν είναι επιβολή, είναι συνενοχή. Από ψυχής.

* Τι έχει αλλάξει στη «ματιά» σου από την εποχή που ξεκίνησες την κινηματογραφική σου διαδρομή στη Γαλλία, τη δεκαετία του ’80, μέχρι σήμερα, και πώς «συναντήθηκες» με τον Σταύρο Τσιώλη για το σενάριο της «Καντίνας»;

Έχω την αίσθηση πως δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Πολλές φορές δεν αποφασίζεις εσύ, η ζωή αποφασίζει για σένα κι εσύ τρέχεις από πίσω. Με τον Τσιώλη σκουντουφλήσαμε. Εγώ επάνω του κι αυτός επάνω σ’ εμένα.

* Η Πελοπόννησος του Τσιώλη, που «γράφει» στην ταινία, έστω σε δεύτερο πλάνο, πώς προσεγγίζεται από έναν Μικρασιάτη, όπως εσύ;

Είμαι βαθιά ευγνώμων στον Σταύρο Τσιώλη, που μου εμπιστεύτηκε εν λευκώ το σενάριό του. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Η Πελοπόννησος; Θα απαντήσω με μια ρήση του φίλου μου Χρήστου Βακαλόπουλου: Το τοπικό είναι παγκόσμιο.

* Και η επόμενη ταινία; Ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία ξανά;

Θέλω να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για την Άννα Βηχ (σ.σ.: την πρόωρα χαμένη φωτογράφο και τεχνικό του κινηματογράφου), το έχω ξεκινήσει ήδη. Σαν τον επίλογο μιας τριλογίας, Τορνές, Βακαλόπουλος, Άννα… Τι κοινό έχουν αυτοί οι τρεις, θα μου πεις… Πολύ απλά, ήταν άνθρωποι που αγαπούσα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, θάθελα να αφήσω πίσω μου κάτι, ότι υπάρχει κι ένα άλλο παράδειγμα, ένας άλλος τρόπος ζωής, ένας άλλος τρόπος να κάνεις κινηματογράφο. Ξέρεις, ένας από τους λόγους που έκανα το ντοκιμαντέρ για τον Τορνέ ήταν γιατί πίστευα ότι θα μπορούσε να προβάλλεται στις κινηματογραφικές σχολές, ώστε να μάθουν κάποιοι νέοι ότι υπάρχει κι αυτός ο κινηματογράφος, δεν είναι μόνο το κυρίαρχο μοντέλο… Οφείλω να σου πω πάντως ότι όλα αυτά τα χρόνια οι συνάδελφοί μου και συνομήλικοί μου σκηνοθέτες που διδάσκουν σε κινηματογραφικές σχολές δεν έδειξαν ούτε μία φορά αυτή την ταινία στους νέους. Χωρίς να ισχυρίζομαι βέβαια ότι οι ταινίες του Τορνέ είναι πρότυπο, σε καμία περίπτωση, δεν μπορείς να τις κάνεις αν δεν τό ‘χεις μέσα σου.

Σχολιάστε

Filed under συνεντεύξεις