Category Archives: festivals

Ο διεθνής «Αστακός» του Λάνθιμου: Μια παραβολή για την αναγκαιότητα της αγάπης

IMG_2135.CR2

Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, «The Lobster»

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ

Αναρωτιέμαι εάν η κρίση έφτασε και στις Κάννες, βλέποντας τις αφίσες για το «Δείπνο των 5.000», όπως ονομάστηκε η δωρεάν διανομή φαγητού για 5.000 άτομα την ερχόμενη Τετάρτη. Πρόκειται κυρίως για φρούτα και λαχανικά που προορίζονταν για απόσυρση και με πρωτοβουλία της Γαλλίδας συγγραφέως Μπενεντίκτ Μαρτέν και της μη κυβερνητικής οργάνωσης Feedback θα διατεθούν σαν μερίδες φαγητού σε πέντε χιλιάδες άτομα. Γιατί οι Κάννες δεν μόνο κόκκινα χαλιά, χολιγουντιανή λάμψη και διασημότητες: Όπως σχεδόν σε όλες τις γαλλικές πόλεις, υπάρχει κι εδώ το «καρτιέ» με την αφρικανική και αραβόφωνη κοινότητα, που βρίσκεται βέβαια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο αστακός, η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου που συμμετέχει στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα των Καννών και προβλήθηκε την Παρασκευή, αναφέρεται σε μια δυστοπική κοινωνία, όχι πολύ μακρινή από τη σημερινή, που όμως έχει χώρο μόνο για ζευγάρια. Οι άνθρωποι «πρέπει» να ζουν σαν ζευγάρια, όχι μόνοι. Η ταινία είναι συμπαραγωγή Ιρλανδίας, Βρετανίας, Ελλάδας, Γαλλίας και Ολλανδίας. Το 2009 ο Λάνθιμος συμμετείχε με τον Κυνόδοντα στο «Ένα κάποιο βλέμμα» των Καννών αποσπώντας το Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής. Όπως και στον Κυνόδοντα, και στον Αστακό τα πρόσωπα της ταινίας υπόκεινται σε έναν ξεκάθαρο πειθαναγκασμό, εδώ με την αμείλικτη υποχρέωση να βρουν σύντροφο… Γι’ αυτόν τον σκοπό οι μοναχικοί συλλαμβάνονται και μεταφέρονται σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο. Εκεί είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν, τους μεταμορφώνουν σε ένα ζώο της επιλογής τους και τους αφήνουν στο κοντινό δάσος…
Ο Κόλιν Φάρελ είναι ένας αρχιτέκτονας που η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, μετά από 11 χρόνια γάμου, και οδηγείται στο ξενοδοχείο. Παρ’ ότι θα προσπαθήσει σκληρά να βρει σύντροφο εκεί μέσα, ακόμη και πλησιάζοντας τη «γυναίκα χωρίς καρδιά» (Αγγελική Παπούλια), δεν θα τα καταφέρει και, προτού τον μεταμορφώσουν σε αστακό, που είναι το ζώο της επιλογής του, θα αποφασίσει να το σκάσει στο δάσος. Εκεί ζουν οι «μοναχικοί», μονίμως κυνηγημένοι από τους ένοικους του ξενοδοχείου, που κάθε τόσο βγαίνουν για κυνήγι στο δάσος. Χτυπούν τους «μοναχικούς» με αναισθητικά βέλη, και έτσι αναίσθητους τούς κουβαλούν στο ξενοδοχείο για να υποβληθούν στην τιμωρία της μεταμόρφωσης σε ζώο που προσπάθησαν να αποφύγουν. Για κάθε «μοναχικό» που θα καταφέρει να χτυπήσει ο έγκλειστος, κερδίζει «μπόνους» χρόνο που παρατείνει τη διαμονή του στο ξενοδοχείο μέχρι να καταφέρει να βρει το πολυπόθητο ταίρι. Από τη μια μεριά, ο στόχος για τους έγκλειστους στο ξενοδοχείο είναι το ζευγάρωμα – «παρακολουθούμε τα νέα ζευγάρια κατά το πρώτο διάστημα, αν δούμε ότι εμφανίζεται πρόβλημα στη σχέση τους, τους δίνουμε κι ένα παιδί. Αυτό συνήθως φέρνει αποτέλεσμα», λέει η φοβερή διευθύντρια του ξενοδοχείου. Στην «αντίπαλη» κοινότητα, των «μοναχικών» του δάσους, οι αισθηματικές σχέσεις μεταξύ τους απαγορεύονται με τον πιο αυστηρό τρόπο – σαν μια κολεκτίβα πουριτανών επαναστατών, που θέλει πάση θυσία να μη διακινδυνεύσει τη συνοχή της ομάδας… Υπάρχει βέβαια κι ένας «τρίτος κόσμος», ο κόσμος της πόλης, για τον οποίο η ταινία δεν μας λέει σχεδόν τίποτε, παρά μόνο ότι εκεί έχουν τεθεί «εκτός νόμου» και μόνο κρυφά μπορούν να επισκέπτονται τους φίλους και γνωστούς και να παίρνουν προμήθειες…
Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η νέα ταινία του Λάνθιμου ανοίγεται σε σουρεαλιστικά μονοπάτια, ότι αυτή τη φορά βλέπουν επιρροές από Μπουνιουέλ κ.λπ. Είναι αλήθεια ότι η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Λάνθιμου λειτουργεί καλύτερα στο κομμάτι της ταινίας που αφορά το ξενοδοχείο, με άλλα λόγια σε συνθήκες εγκλεισμού, παρά στον ανοιχτό χώρο του δάσους με τους κρυμμένους «μοναχικούς». Εκεί το στυλιζάρισμα του Λάνθιμου, τόσο με τις γωνίες της κάμερας όσο και με τη γνώριμη πια «ακαμψία» των ηθοποιών, μοιάζει λιγότερο αποτελεσματικό. Ο θεατής θα ήθελε μια κλιμάκωση, αλλά το σενάριο είναι πολύ φειδωλό σε τέτοιες στρατηγικές, επιμένοντας στις «μικρές», χαμηλόφωνες χειρονομίες των χαρακτήρων, που θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν το παράλογο, τον κυνισμό, με μια «επανεφεύρεση» των συναισθημάτων…
Το σάουντρακ της ταινίας κυμαίνεται από τον Νικ Κέιβ («Do you know where the wild roses grow, so sweet and scarlet and free?») μέχρι τον Στραβίνσκι και τον Σοστακόβιτς αλλά και τον Τώνη Μαρούδα (το τραγούδι που κλείνει την ταινία είναι το ντουέτο που είχε κάνει με την Σοφία Λόρεν στο «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;»).
Στη συνέντευξη Τύπου, ο Γιώργος Λάνθιμος ήταν μάλλον εξαιρετικά λακωνικός στο να δώσει «κλειδιά» για την προσέγγιση της ταινίας του: «Με τον συν-σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου συζητάμε για πολλά πράγματα, κι εδώ ενδιαφερθήκαμε για τις ανθρώπινες σχέσεις, κάτι που έχουμε κάνει και στο παρελθόν βέβαια, αλλά ίσως αυτή την φορά με πιο ρομαντικό τρόπο….». Οι ηθοποιοί του, που ήταν δίπλα του στη συνέντευξη Τύπου, εξέφρασαν τη χαρά τους που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη ταινία, ιδιαίτερα ο Κόλιν Φάρελ, που ανέφερε ότι εντυπωσιάστηκε διαβάζοντας το σενάριο, και το χαρακτήρισε «μακράν ένα από πιο αντισυμβατικά που έχει διαβάσει ποτέ στη ζωή του». Η Ρέιτσελ Βάις δήλωσε ότι «καθηλώθηκε» βλέποντας στην οθόνη τον Κυνόδοντα και ήθελε πάση θυσία να βρεθεί στο «σύμπαν του Λάνθιμου». Η Λεά Σεντού, που παίζει την αρχηγό των «μοναχικών» του δάσους, είπε πώς όταν διάβασε το σενάριο το βρήκε «μοναδικό, πρωτότυπο, με μια κινηματογραφική γλώσσα πολύ ιδιαίτερη, ένα αλλιώτικο σύμπαν. Μ’ αρέσει αυτό που λέει για τις ανθρώπινες σχέσεις και τον παραλογισμό του δικού μας σύμπαντος… Ο τρόπος που δουλεύει με τους ηθοποιούς του, μου έφερε στο μυαλό τον Μπρεσόν».
Ο Λάνθιμος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο επιστροφής του στην Ελλάδα αλλά είπε ότι κινηματογραφικά οι επιλογές είναι περισσότερες στην Αγγλία, «μπορώ να κάνω πράγματα στον κινηματογράφο που δεν θα μπορούσα να τα κάνω στην Ελλάδα».
Στις Κάννες βρίσκεται και ο Κώστας Γαβράς, που φέτος είναι το τιμώμενο πρόσωπο του τμήματος «Cannes Classics», το οποίο θα προβάλει την κλασική πλέον ταινία του Ζ σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια, παρουσία και του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού Νίκου Ξυδάκη, αύριο Δευτέρα.
Ακόμη, ο Πάνος Χ. Κούτρας συμμετέχει φέτος ως μέλος της κριτικής επιτροπής του τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα». Πέρυσι, στο πλαίσιο του ίδιου αυτού τμήματος είχε προβληθεί η ταινία του Xenia.

Σχολιάστε

Filed under festivals

Ενας Ιρανός που «επιστρέφει» στο Παρίσι, εντυπωσιάζει τις Κάννες

cannes17-pic1.the past
«Το Παρελθόν», του Ασγκάρ Φαραντί

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ
H νέα ταινία του Ασγκάρ Φαραντί «Το Παρελθόν», γυρισμένη στη Γαλλία, κυριάρχησε στο χθεσινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών. Η ιστορία που αφηγείται ο σκηνοθέτης του «Χωρισμού» είναι φαινομενικά απλή: Ο Ιρανός Αχμάντ φτάνει στο Παρίσι από την Τεχεράνη για να «τακτοποιήσει» εκκρεμότητες του παρελθόντος. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε χωρίσει με τη γυναίκα του Μαρί, και τώρα επιστρέφει για να υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου. Εκείνη τον προσκαλεί να μείνει στο σπίτι όπου ζούσαν, και όχι σε ξενοδοχείο. Ευκαιρία για εκείνον να ξανασυναντήσει τις δύο της κόρες από προηγούμενη σχέση, τις οποίες γνωρίζει καλά, αν και τώρα στο σπίτι υπάρχουν και νέα πρόσωπα, ο τωρινός σύντροφος της Μαρί, ο Σαμίρ, μαζί με τον μικρό γιο του. Ο Φαραντί ξεδιπλώνει βήμα βήμα ένα περίπλοκο σενάριο με εξαιρετικά σύνθετους χαρακτήρες, που δεν είναι καθόλου προβλέψιμοι, χωρίς ωστόσο η αφήγησή του να «χάνει» σε αμεσότητα. Η παρουσία του Αχμάντ στο σπίτι αποδεικνύεται καταλυτική, όλοι δείχνουν να θέλουν να απεμπλακούν από το παρελθόν αλλά τα μυστικά που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια των σχέσεων θα βρεθούν ξανά στο επίκεντρο. Ο Φαραντί διαθέτει μια σχεδόν φιλοσοφική ενατένιση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ύπαρξης όμως αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως οι ήρωές του δεν υποφέρουν, δεν συγκρούονται, δεν βασανίζονται από ενοχές. Εστω και αν προς το τέλος η ταινία ξεστρατίζει, με μια «αστυνομική» πλοκή που δεν ταιριάζει στα όσα προγήθηκαν, πολλοί εδώ στις Κάννες θεωρούν ότι ο Φαραντί έθεσε ήδη υποψηφιότητα για τον Χρυσό Φοίνικα.

Από την Κίνα έρχεται το «A Touch of Sin», του Ζία Ζανγκέ, μία «σπονδυλωτή» ταινία με τέσσερις ιστορίες που ανιχνεύουν τις δραματικές αλλαγές στην κοινωνία της τεράστιας αυτής χώρας. Σενάριο βασισμένο σε αληθινά περιστατικά, σε διαφορετικές περιοχές της Κίνας, με κοινό παρονομαστή τη βία, που μοιάζει να είναι το τίμημα της ραγδαίας οικονομικής εξέλιξης: Από τον «παρία» μιας βιομηχανικής κωμόπολης που καταγγέλλει, μόνος αυτός, τους τοπικούς παράγοντες για το χαριστικό ξεπούλημα του συνεταιριστικού εγοστασίου σε ιδιώτη, μέχρι τη νεαρή ρεσεψιονίστ σε σάουνα, που η αντίδρασή της όταν κάποιοι πελάτες προσπαθήσουν να τη βιάσουν, θα οδηγήσει σε λουτρό αίματος

1 σχόλιο

Filed under festivals

Μετά τον «Υπέροχο Γκάτσμπι», κατακλυσμός στην Κρουαζέτ!

heli

«Heli» του Αμάτ Εσκαλάντε

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ
Ανοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού εδώ στις Κάννες, στην πρεμιέρα του φεστιβάλ με τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ», και τους σταρ απτόητους να παρελαύνουν στο κόκκινο χαλί κάτω από ομπρέλες, ποζάροντας στα φλας των εκατοντάδων φωτογράφων. Υπό βροχή επίσης, αλλά χωρίς τη λάμψη των πρωταγωνιστών, θεατές και δημοσιογράφοι στριμώχνονται στις τεράστιες ουρές, διεκδικώντας μια θέση στις αίθουσες. «Είναι δεδομένο ότι οι ταινίες ανταγωνίζονται μεταξύ τους, έστω και μόνο για την προσοχή του κοινού», μας είπε ο πρόεδρος της φετινής κριτικής επιτροπής, Στίβεν Σπίλμπεργκ. «Κάποιες ταινίες αναζητούν συγκεκριμένο κοινό, για παράδειγμα ένα φιλμ που θέλει να φέρει κόσμο στις αίθουσες δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα άλλο που φιλοδοξεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις κινηματογράφο». Την κριτική επιτροπή του διαγωνιστικού τμήματος συμπληρώνουν η Αυστραλέζα ηθοποιός Νικόλ Κίντμαν, ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Κριστιάν Μουντζίου, ο Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Ντανιέλ Οτέιγ, η Σκωτσέζα σκηνοθέτρια Λιν Ράμσεϊ, ο σκηνοθέτης Ανγκ Λι από την Ταϊβάν, ο Αυστριακός ηθοποιός Κρίστοφ Βαλτς, η Γιαπωνέζα σκηνοθέτρια Ναόμι Καβάσε και η Ινδή ηθοποιός Βίντια Μπαλάν.
Η πρώτη ταινία του διαγωνιστικού, το «Heli» του Μεξικανού Αμάτ Εσκαλάντε (γεννημένος το 1979), αν και δεν ενθουσίασε, συνδυάζει το «αγγελοπουλικό» βλέμμα της σκηνοθετικής αποστασιοποίησης με μια εξαιρετικά βίαιη ιστορία, τοποθετημένη σε μια «γυμνή» μεξικανική επαρχία, όπου κυριαρχούν οι άδειοι χώροι. Η ταινία ξεκινά με την εικόνα ενός ματωμένου προσώπου κάποιου ημιθανούς άντρα, στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού που τρέχει σε άδειους δρόμους. Οι άγνωστοι που οδηγούν , θα τον κρεμάσουν τελικά σε μια πεζογέφυρα, στοχεύοντας φανερό στον «παραδειγματισμό», και θα εξαφανιστούν. Είναι η κατάληξη της ιστορίας που θα παρακολουθήσουμε στην συνέχεια, με τον Ελι του τίτλου να είναι ένας νεαρός εργάτης σε κοντινό εργοστάσιο αυτοκινήτων. Ζει με τη γυναίκα του και το μωρό τους, τον πατέρα του και την δωδεκάχρονη αδελφή του Εστέλα. Η μικρή ζει τον πρώτο της έρωτα, με έναν νεαρό εκπαιδευόμενο αστυνομικό από τη γειτονική σχολή, σχεδιάζουν να παντρευτούν και να φύγουν μακριά από αυτόν τον νεκρό, άγονο τόπο. Αλλά ο «πλάγιος» τρόπος που θα επιλέξουν για να κάνουν πραγματικότητα το όνειρό τους, θα τους φέρει αντιμέτωπους με την ανελέητη τοπική συμμορία που διακινεί ναρκωτικά…

«The Bling Ring» ονομάζεται η νέα ταινία της Σοφίας Κόπολα, που σίγουρα δεν έχει ξεχάσει ακόμη τις (άδικες) αποδοκιμασίες όταν παρουσίασε εδώ στις Κάννες την «Μαρία Αντουανέτα» της, το 2006. Στην τελευταία της ταινία, αφηγείται την πραγματική ιστορία μιας παρέας γυμνασιόπαιδων του Λος Αντζελες, που θέλοντας να οικειοποιηθούν κάτι από τη λάμψη και τον πλούτο των διασημοτήτων του Χόλιγουντ, έμπαιναν στα σπίτια τους κλέβοντας ό,τι λάμπει (bling). Και το έκαναν με το πιο απλό σύστημα που μπορεί να φανταστεί κανείς: Γκουγκλάροντας τις διευθύνσεις των σταρ, έβρισκαν τα σπίτια που τους ενδιέφεραν και κατάφερναν να μπουν μέσα, αφού πάντα κάποια πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Αρπαζαν ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα, «απαλλοτρίωναν» το φανταχτερό πλούτο που ένα ολόκληρο σύστημα διαφημίζει υστερικά, κι όλα αυτά από τον Οκτώβριο του 2008 μέχρι τον Αύγουστο του 2009, οπότε και τους τσάκωσαν…

Σχολιάστε

Filed under festivals

65ο Φεστιβάλ των Καννών: Υπαρξιακή αμφιβολία στη θέση της αντίστασης, αμήχανο «τέλος του καπιταλισμού» στη Νέα Υόρκη

In-the-Fog-gall2
«Στην ομίχλη» του Σεργκέι Λοζνίτσα.

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ
Πολύ δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς τον φετινό Χρυσό Φοίνικα που θα απονείμει η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ υπό την προεδρία του Νάνι Μορέτι, ωστόσο κάποιες ενδείξεις οδηγούν στην εκτίμηση ότι ο Φοίνικας θα είναι μάλλον ευρωπαϊκός… Στα φαβορί ο φιλόσοφος-σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε, με την «Αγάπη», που απαντάει στην καταλυτική εισβολή της ανημπόριας και του θανάτου στη ζωή ενός ηλικιωμένου ζευγαριού με το φάρμακο της αγάπης, ο Ρουμάνος Κριστιάν Μουντζίου με το «Πέρα από τους λόφους», όπου εισδύει στην εσωτερική ζωή και στις ταραγμένες ψυχές ενός γυναικείου μοναστηριού στη Ρουμανία (και οι δύο σκηνοθέτες έχουν ήδη κερδίσει Χρυσό Φοίνικα, ο Μουντζίου το 2007 για το «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» και ο Χάνεκε το 2009 για τη «Λευκή κορδέλα»). Υπολογίσιμοι για βραβείο είναι ακόμη ο Δανός Τόμας Βίντερμπεργκ με το «Κυνήγι», όπου αποτυπώνει τη μαζική υστερία, τα δολοφονικά ένστικτα της «κοινότητας» εναντίον ενός νεαρού παιδαγωγού που κατηγορείται άδικα για κακοποίηση παιδιών, ο Κεν Λόουτς με την ευχάριστη «σκωτσέζικη» κωμωδία του «The Angel’s Share», όπου ένα βαρέλι σπάνιο ουίσκι βοηθά μερικούς νέους να ξεφύγουν από το περιθώριο, ο Γάλλος Ζακ Οντιάρ με το συγκινητικό «Σκουριά και οστά», το «Δεν έχετε δει τίποτε ακόμη», ίσως η τελευταία ταινία του 90άχρονου αλλά πάντα δημιουργικού Αλέν Ρεναί. Δεν αποκλείεται τελικά να δοθεί και κάποιο βραβείο στο αμφιλεγόμενο «Holy Motors» του Λεός Καράξ, ο οποίος εξακολουθεί να είναι δημοφιλής εδώ στη Γαλλία, παρότι για χρόνια εξαφανισμένος από το κινηματογραφικό προσκήνιο.
Μια από τις τελευταίες ταινίες που είδαμε στη φετινή διοργάνωση ήταν το «Στην ομίχλη» του Ουκρανού Σεργκέι Λοζνίτσα (διαγωνιστικό τμήμα), του οποίου το «My Joy» πριν δύο χρόνια είχε εντυπωσιάσει τους πάντες εδώ στις Κάννες κερδίζοντας το βραβείο σκηνοθεσίας. Πολύ πιο συμβατική η νέα του ταινία, μας μεταφέρει στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Λευκορωσία κατά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο (η ταινία έχει γυριστεί με σημαντική γερμανική χρηματοδότηση). Ουσιαστικά βλέπουμε έναν «εμφύλιο» ανάμεσα σε ντόπιους συνεργάτες των Γερμανών και σε αντάρτες, ενώ οι κατακτητές εμφανίζονται μάλλον σε δεύτερο πλάνο. Στο ξεκίνημα της ταινίας τρεις άντρες οδηγούνται στην αγχόνη ενώ μια φωνή προειδοποιεί τους ντόπιους πως κάθε απόπειρα αντίδρασης στους Γερμανούς, οι οποίοι θέλουν να βοηθήσουν τον λαό να χτίσει μια καινούρια Λευκορωσία, θα τους φέρει στην ίδια θέση. Η εκτέλεσή τους δεν εμφανίζεται μέσα στο πλάνο αλλά «μεταφορικά» η κάμερα δείχνει τα απομεινάρια σφαγμένων ζώων έξω από ένα χασάπικο. Στη συνέχεια, η σκηνοθεσία παρακολουθεί δύο αντάρτες που φτάνουν σε ένα απομονωμένο σπίτι στη διάρκεια της νύχτας και παίρνουν μαζί τους τον άντρα της οικογένειας για να τον σκοτώσουν ως προδότη, καθώς τον θεωρούν υπεύθυνο για την εκτέλεση των τριών ανδρών. Ωστόσο, στο σινεμά του Λοζνίτσα τίποτα δεν εκφράζεται «γραμμικά», αυτό που δηλώνεται ως προφανές αποδεικνύεται απατηλό… Οι δύο αντάρτες με τον μελλοθάνατο θα «χαθούν» σε ένα υπαρξιακό ταξίδι μέσα στο δάσος, με τον Λοζνίτσα να αμφισβητεί ευθέως τον «κλασικό» ηρωισμό της αντίστασης κατά των Γερμανών, δίνοντας προτεραιότητα στην αμφιβολία της ύπαρξης…

«Μαύρη κωμωδία για το τέλος του κόσμου» χαρακτηρίζει την ταινία του «Cosmopolis» ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (διαγωνιστικό τμήμα) έργο που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλο, μια αλληγορία για την κατάρρευση του καπιταλισμού μέσα από το ερμητικά κλειστό σύμπαν της ζωής ενός νεαρού δισεκατομμυριούχου. «Τα πράγματα είναι πολύ συντηρητικά στις μέρες μας», μας είπε ο Κρόνενμπεργκ. «Οι παραγωγοί, τα στούντιο δεν εγκρίνουν εύκολα μια ταινία που είναι «στα όρια», προκλητική… Θέλουν σιγουριά, εμπορικότητα, box office. Οπότε το γεγονός ότι καταφέραμε να φτιάξουμε μια τέτοια ταινία και να την υποστηρίξουμε με αγάπη, με γεμίζει ελπίδα για το μέλλον. Γιατί η ελπίδα κρύβεται στην τέχνη, μέσα από αυτή εγώ καταφέρνω να επιβιώνω».
Ο δισεκατομμυριούχος ήρωας του Κρόνενμπεργκ, κλεισμένος μέσα στην υπερπολυτελή λιμουζίνα του, προσπαθεί να διασχίσει τη Νέα Υόρκη τη μέρα που την πόλη επισκέπτεται ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και μέσα εκεί δουλεύει, κάνει σεξ, συζητά με τους συνεργάτες του, εμπόρους τέχνης… Πρωταγωνιστεί ο Ρόμπερτ Πάτινσον του «Twilight» και σε μικρότερους ρόλους οι Ζιλιέτ Μπινός, Ματιέ Αμαλρίκ, Πωλ Τζιαμάτι, Σαμάνθα Μόρτον…
Επιλογή του σκηνοθέτη ήταν να μείνει εξαιρετικά πιστός στο μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλο, κάτι που δεν λειτουργεί τελικά υπέρ της ταινίας: «Διάβασα το βιβλίο μέσα σε δύο μέρες. Μου πήρε έξι μόνο μέρες να γράψω το σενάριο. Κι αυτό γιατί το βιβλίο είναι καταπληκτικό, οι διάλογοι ήταν έτοιμοι, υπάρχουν στο μυθιστόρημα βιβλίο και είναι εξαιρετικοί. Χρειάστηκε μόνο να κάνω μερικές αλλαγές δομής, καθώς η λογοτεχνία και το σινεμά είναι πολύ διαφορετικά μέσα. Δεν μπορείς να κάνεις ακριβή μεταφορά, πρέπει να αποδεχτείς τη διαφορετικότητά τους. Ομως, αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο είχε υπέροχο σκελετό, καταπληκτικούς διαλόγους επαναλαμβάνω. Εκανε τη δουλειά μου πολύ εύκολη».
Δίπλα στον Κρόνενμπεργκ στη συνέντευξη τύπου εδώ στις Κάννες ήταν και ο συγγραφέας Ντον ΝτεΛίλο: «Όχι, δεν είχα καμία σχέση με το σενάριο. Μπορεί βιβλίο και ταινία να αφηγούνται μία κοινή ιστορία, αλλά είναι ξεχωριστά όντα. Οταν πρωτοείδα την ταινία δεν ήταν σαν να έβλεπα κινηματογραφημένο το βιβλίο μου. Μου φαίνονταν όλα καινούργια… Η ταινία έχει δική της ένταση, ξεχωριστό ρυθμό. Αρχικά πίστεψα ότι ο Ντέιβιντ θα βγάλει μερικές σκηνές μέσα από την λιμουζίνα και θα τις εντάξει στον εξωτερικό κόσμο – γιατί αυτό που έκανα στο βιβλίο δεν ήταν καθόλου κινηματογραφικό. Εκείνος έκανε ακριβώς το αντίθετο, πήρε και μία ακόμα σκηνή που την είχα εξωτερική και την έβαλε στην λιμουζίνα! Μόνο ένας Κρόνεμπεργκ θα το τολμούσε αυτό!».
Το κάποτε «τρομερό παιδί» του γαλλικού σινεμά, ο 52χρονος σήμερα Λεός Καράξ, εγωπαθής και ναρκισσευόμενος, μεγαλομανής, ρομαντικός με το δικό του ιδιαίτερο ύφος, υποδόρεια τραγικός, μετά την αποτυχία του «Pola X» δεκατρία χρόνια πριν, έρχεται στο Φεστιβάλ με το παράδοξο «Holy Motors», (διαγωνιστικό τμήμα) όπου ο κεντρικός ήρωας (τον υποδύεται ο σπουδαίος Ντενί Λαβάντ) υποδύεται έντεκα «ρόλους ζωής» για να μυστηριώδες «πρακτορείο», κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου. Ας μην αναζητήσει κανείς ρεαλιστικό υπόβαθρο σε αυτή την απίστευτα ακραία ως προς τη σύλληψη εναλλαγή ρόλων (ξεχωρίζει ο απίστευτος ρόλος ενός… τέρατος των υπονόμων που θα αρπάξει την πανέμορφη Εύα Μέντες από μια φωτογράφιση μόδας σε ένα νεκροταφείο του Παρισιού). Ποιος είναι ο «σκηνοθέτης» που μοιράζει αυτούς τους ρόλους, ποιο είναι το «κοινό» που παρακολουθεί; Μην περιμένετε απάντηση στα ερωτήματα… Όλα γίνονται, όπως λέει κάποια στιγμή ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας, για την Beauté du geste… Ουσιαστικά ο Καράξ συμπυκνώνει στην ταινία του όλα τα κινηματογραφικά είδη, με αναφορές από τον βωβό κινηματογράφου, το μιούζικαλ, το ρομάντζο, τις ταινίες εγκλήματος, την επιστημονική φαντασία…

Σχολιάστε

Filed under festivals

Ιστορία εκδίκησης από τον Αλμοδόβαρ, «ανεπιθύμητος» ο Λαρς φον Τρίερ

Almodovar.skin..j22pg
Αντόνιο Μπαντέρας, Ελενα Ανάγια οι πρωταγωνιστές στη νέα ταινία του Αλμοδόβαρ.

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ

Ο Αντόνιο Μπαντέρας επιστρέφει στο σύμπαν του Πέδρο Αλμοδόβαρ ως πλαστικός χειρουργός, στη νέα ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη «La piel que habito» («Το δέρμα στο οποίο ζω»), μια ιστορία εκδίκησης σε ακραία μελοδραματικούς τόνους, καθώς ο ήρωας-χειρουργός φυλακίζει στο απομονωμένο κτήμα-κλινική του τον νεαρό Βισέντε, που βίασε την κόρη του, με αποτέλεσμα εκείνη να τρελαθεί και να αυτοκτονήσει… Με αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις, σαν άλλος δόκτωρ Φρανκενστάιν, θα αφαιρέσει τα γεννητικά του Βισέντε και θα τον μεταμορφώσει σε… Βέρα, ομοίωμα της νεκρής κόρης του.
Χωρίς να διαθέτει την κομψή γεωμετρία και την αυστηρότητα του συναισθήματος που είχαν οι «Ραγισμένες αγκαλιές» (η προηγούμενη ταινία του), «Το δέρμα στο οποίο ζω» θυμίζει περισσότερο τον παλιό Αλμοδόβαρ, της παρωδίας λαϊκών αφηγηματικών προτύπων, στα όρια του κιτς.
Αλλά το πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι περισσότερες συζητήσεις εδώ στις Κάννες εξακολουθεί να είναι ο Λαρς φον Τρίερ: Μετά τις πρωτοφανείς φιλοναζιστικές δηλώσεις του στη συνέντευξη τύπου της Τετάρτης, η διεύθυνση του Φεστιβάλ τού ζήτησε εξηγήσεις, εκείνος έκανε μία χλιαρή απολογητική δήλωση εκφράζοντας τη λύπη του και κάνοντας προσπάθεια να ανασκευάσει, αποδίδοντας τα όσα είπε σε «πρόκληση» (η οποία δεν υπήρξε βέβαια). Οι διοργανωτές δεν θεώρησαν ικανοποιητικές τις εξηγήσεις του Λαρς φον Τρίερ (εν τω μεταξύ είχε ματαιωθεί το πάρτι της ταινίας που επρόκειτο να γίνει εδώ στις Κάννες και μαζί όλες οι συνεντεύξεις των συντελεστών για την προώθηση του έργου) και χθες η διεύθυνση του Φεστιβάλ με επίσημη ανακοίνωσή της χαρακτήρισε τον Λαρς φον Τρίερ «persona non grata» για τη διοργάνωση, αναφέροντας συγκεκριμένα: «Το φεστιβάλ των Καννών παρέχει σε καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο ένα φόρουμ για να παρουσιάσουν το έργο τους υπό το πνεύμα της ελευθερίας της έκφρασης και της δημιουργίας. Το διοικητικό συμβούλιο συνεδρίασε εκτάκτως χθες και εκφράζει τη λύπη του που αυτή η διοργάνωση χρησιμοποιήθηκε από τον Λαρς Φον Τρίερ για να διατυπωθούν σχόλια που είναι απαράδεκτα, μισαλλόδοξα και αντίθετα στις αρχές του ανθρωπισμού και της γενναιοδωρίας, αρχές που βρίσκονται στον πυρήνα της ύπαρξης του Φεστιβάλ. Το διοικητικό συμβούλιο καταδικάζει αυστηρά αυτά τα σχόλια και χαρακτηρίζει τον Λαρς Φον Τρίερ persona non grata στο Φεστιβάλ των Καννών, με άμεση ισχύ».
Δεν είναι προς το παρόν σαφές, ωστόσο, εάν η ταινία του Λαρς φον Τρίερ τίθεται και τυπικά εκτός διαγωνισμού, σύμφωνα με αυτή την απόφαση. Ούτως ή άλλως πρόκειται για μία πρωτοφανή εξέλιξη στην ιστορία των εξήντα τεσσάρων χρόνων του φεστιβάλ.
Υπενθυμίζεται ότι το 2000 το φεστιβάλ των Καννών είχε απονείμει στον Τρίερ τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του «Χορεύοντας στο Σκοτάδι».

1 σχόλιο

Filed under festivals

Ο Λαρς φον Τρίερ τινάζει στον αέρα το έργο του δηλώνοντας φιλοναζιστής!

melancholia
Η Κίρστεν Ντανστ στη «Μελαγχολία» του Λαρς φον Τρίερ.

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ
Ακόμη και στις Κάννες, στις τηλεοπτικές ειδήσεις κάθε δέκα λεπτά η εικόνα του αξύριστου Ντομινίκ Στρος Καν στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης, μπλέκεται με την πληροφόρηση ότι «οι Ελληνες, ένα χρόνο μετά το μνημόνιο και τα 110 δισ., ζητούν κι άλλα λεφτά», είδηση που συνοδεύεται, φυσικά, από το ειρωνικό υπομειδίαμα του παρουσιαστή, τόσο που αντιλαμβάνεσαι πως δεν είναι καθόλου εύκολο πια να δηλώνεις Ελληνας, πουθενά στην Ευρώπη…
Κάποια παρηγοριά, χωρίς καμία συσχέτιση με τους κομπασμούς περί «αναγέννησης του ελληνικού κινηματογράφου», η είδηση πως οι «Αλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου θα είναι τελικά στο επόμενο φεστιβάλ της Βενετίας, μετά την κρυάδα της απόρριψης από τους υπεύθυνους των Καννών.
Στο ύφος των έργων του Μαρσέλ Καρνέ αλλά διαθέτοντας σύγχρονη κοινωνική εγρήγορση, η τελευταία ταινία του Ακι Καουρισμάκι “Le Havre”, μια γαλλο-φιλανδική παραγωγή, που διαδραματίζεται, φυσικά, στο λιμάνι της Χάβρης, η δική του ματιά στη Ευρώπη των ημερών μας που αρνείται να αντικρίσει την πλημμυρίδα των μεταναστών: Ο Μαρσέλ Μαρξ (Αντρέ Βιλμς), πρώην συγγραφέας, έχει αποσυρθεί στη Χάβρη κάνοντας τον λούστρο, ενώ η γυναίκα του Αρλετί (Κάτι Ούτινεν) αρρωσταίνει ξαφνικά από καρκίνο… Ο Μαρσέλ θα γνωρίσει ένα αγόρι, τον Ιντρισα, μετανάστη από την Αφρική, που τον κυνηγάει η αστυνομία, ενώ προσπαθεί να περάσει στην Αγγλία, όπου βρίσκεται η μητέρα του. Το σενάριο είναι απλό, θυμίζοντας την «Μποέμικη ζωή», φορτίζεται όμως από τον ουμανισμό του σκηνοθέτη και τη βαθιά του πίστη στους απλούς, συνήθως τσακισμένους ανθρώπους. «Δεν έχω απάντηση στο πρόβλημα», λέει ο Καουρισμάκι, αλλά, τουλάχιστον, «ελπίζω ακόμα στη συμπόνια και την αδελφοσύνη, διαφορετικά ζούμε ήδη σε μια κοινωνία μυρμηγκιών, που, όπως έλεγε συχνά ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, θα ακολουθήσει μετά από μας. Κανονικά αυτή η ταινία θα έπρεπε να γυριστεί στην Ελλάδα, την Ιταλία ή την Ισπανία, γιατί αυτές οι χώρες δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Βέβαια, το πρόβλημα δεν οφείλεται στις ίδιες τις χώρες αλλά στην αδράνεια των πολιτικών που δεν μπορούν να αφήσουν τα ξενοδοχεία και τις Μερσεντές τους και να ασχοληθούν σοβαρά με τη λύση του. Δεν είμαι ειδικός αλλά νομίζω ότι η σημερινή κατάσταση δεν πάει άλλο έτσι». Ο Καουρισμάκι πάντως επέλεξε τη Χάβρη για να γυρίσει εκεί την ταινία του γιατί «για μένα αυτή είναι η ευρωπαϊκή πόλη των μπλουζ, της σόουλ και του ροκ εν ρολ».
Ο πλανήτης Μελαγχολία και το «παιχνίδι» με τον ναζισμό: Αν απλώς μου το περιέγραφαν δεν θα το πίστευα, αλλά ήμουν μπροστά όταν συνέβη, στη συνέντευξη τύπου, ο Λαρς φον Τρίερ να παίζει το γνωστό σουρεαλιστικό παιχνίδι του με τους δημοσιογράφους και να καταλήγει «Καταλαβαίνω πολύ καλά τον άνθρωπο Χίτλερ, εκεί, μέσα στο μπούνκερ… Δεν είμαι βέβαια υπέρ του Β` Παγκοσμίου Πολέμου αλλά τον καταλαβαίνω αυτόν τον άνθρωπο. Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι ήμουν Εβραίος και μου άρεσε αυτό. Αλλά μετά ήρθε η (Δανέζα σκηνοθέτις, εβραϊκής καταγωγής) Σουσάνε Μπίερ και κατάλαβα ότι δεν μου άρεσε και τόσο να είμαι Εβραίος. Και τότε συνειδητοποίησα ότι οι γονείς μου είναι Γερμανοί, και ότι συμπαθώ τους ναζί, μη φανταστείτε ότι είμαι εναντίον των Εβραίων, αλλά το κράτος του Ισραήλ γίνεται μερικές φορές πολύ ενοχλητικό», συνέχισε ακάθεκτος ο Λαρς φον Τρίερ ενώπιον των δημοσιογράφων, που είχαν αιφνιδιαστεί:»Ε, λοιπόν, είμαι ναζί», ήταν η καταληκτική φράση του Τρίερ, που φαίνεται πως αναζητούσε μια εντυπωσιακή «έξοδο». Ορισμένοι απ`όσους ήταν στην αίθουσα αντέδρασαν γελώντας ειρωνικά ενώ οι περισσότεροι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτό το παραλήρημα και η συνέντευξη τύπου σταμάτησε κάπου εδώ, σε μια παγωμένη σιωπή…
Οσο για την ίδια την ταινία, που αναπόφευκτα επισκιάστηκε, μάλλον άδικα, απ’ αυτό το (απίστευτα ανιστόρητο και εξαιρετικά κακόγουστο) εγωμανιακό «παιχνίδι» του σκηνοθέτη, μοιράζεται σε δύο μέρη: Το πρώτο μέρος του φιλμ παρουσιάζει ένα εξ αρχής προβληματικό γαμήλιο πάρτι σε έναν πολυτελή πύργο, με τη νύφη (Κίρστεν Ντανστ) σε μια κρίση κατάθλιψης να παρατάει τελικά τον γαμπρό και να κάνει έρωτα με έναν νεαρό στο γήπεδο του γκολφ, ενώ η κακότροπη μητέρα της (Σαρλότ Ράμπλινγκ) είναι εναντίον του γάμου της κόρης της αλλά και οποιουδήποτε γάμου… Και όλα αυτά ενώ ένας παράξενος μπλε πλανήτης που ονομάζεται «Μελαγχολία» πλησιάζει επικίνδυνα τη Γη ώστε όλοι να φοβούνται τη σύγκρουση μαζί του και το τέλος του κόσμου… Εδώ εστιάζει το δεύτερο μέρος της ταινίας, από τη σκοπιά της αδελφής της νύφης (Σαρλότ Γκενσμπούργκ). Ο κόσμος του Λαρς φον Τρίερ δεν περιέχει κανένα νόημα, παρά μόνο αυτό της αναπαράστασής του, πριν την απόλυτη καταστροφή. Αφήνοντας για μια ακόμη φορά στην άκρη το αναμενόμενο τρίτο μέρος της αμερικανικής τριλογίας του, το «Ουάσιγκτον», ο Λαρς φον Τρίερ θεώρησε ότι η καλύτερη μέθοδος προκειμένου να υπερβεί το προσωπικό του αδιέξοδο ήταν να το θεματοποιήσει… Μια «μαγική καλύβα» θα μπορούσε, ίσως, να σώσει τους ανθρώπους από την επερχόμενη καταστροφή -μια υπόμνηση για την τέχνη, για τον ίδιο τον κινηματογράφο, «ξαναβλέπω τις ταινίες του Ταρκόφσκι και κλαίω», μας είπε ο Λαρς φον Τρίερ στη συνέντευξη τύπου, προτού αρχίσει τα περί ναζισμού.

Σχολιάστε

Filed under festivals

Η Χρυσή Αθηνά στον «Αγιο Τόνι» από την Εσθονία

AGIOS.TONY
«Ο Πειρασμός του Αγίου Τόνι» του Βέικο Ούνπου

Την Κυριακή το βράδυ απονεμήθηκαν τα βραβεία για το 16ο Διεθνές Φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας»: Η Χρυσή Αθηνά πήγε στην ταινία «Ο Πειρασμός του Αγίου Τόνι» του Βέικο Ούνπου από την Εσθονία, στην οποία παρακολουθούμε την ιστορία του Τόνι, ενός μεσήλικα που ζει μια μουντή, συνηθισμένη ζωή. Κατά τη διάρκεια της ενστικτώδους αναζήτησής του περιπλανιέται σε κηδείες και μπαρ, έρχεται σε επαφή με αστυνομικούς και μαφιόζους και γεύεται όλα τα συστατικά της εσθονικής μεταβιομηχανικής κοινωνίας.

Το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Μουσική & Φιλμ» απέσπασε η ταινία «Benda Bilili» των Γάλλων Ρενό Μπαρέ και Φλοράν ντα λα Τουλαγιέ. Το φιλμ αφηγείται την εκπληκτική ιστορία μιας ομάδας άστεγων παραπληγικών από την Κινσάσα του Κονγκό, που κατάφεραν μέσω της αγάπης τους για την κογκολέζικη ρούμπα, το rythm ‘n’ blues και τη ρέγκε να κατακτήσουν το κοινό σε όλο τον πλανήτη.

Το Βραβείο Κοινού κέρδισε η ταινία «Sebbe» του Ιρανού Μπαμπάκ Νατζαφί, που περιγράφει τις δυσκολίες της ενηλικίωσης που βιώνει ο 15χρονος Σέμπε, αλλά και την παθολογική αγάπη που τρέφει για τη μητέρα του, μια ταινία στο ύφος των αδερφών Νταρντέν, βραβευμένη ήδη στο Φεστιβάλ Βερολίνου.

Στους Βρετανούς σεναριογράφους Τζέσε Αρμστρονγκ, Σαμ Μπέιν, Σάιμον Μπλάκγουελ και Κρίστοφερ Μόρις απονεμήθηκε το βραβείο σεναρίου για τους «Τέσσερις λέοντες» του τελευταίου, μια αιχμηρή κοινωνική σάτιρα με πυρά κατά του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της υποκρισίας της βρετανικής πολιτικής ηγεσίας.

Το Βραβείο Σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών κέρδισε ο 24χρονος Βέλγος σκηνοθέτης Γκουστ βαν ντερ Μπέργκε για τον «Μικρό Ιησού της Φλάνδρας», μια αλληγορική ταινία με ήρωες τρεις πάσχοντες από σύνδρομο Down, που τραγουδώντας ύμνους την παραμονή των Χριστουγέννων όχι μόνο βγάζουν πολλά χρήματα, αλλά και γίνονται μάρτυρες της γέννησης του Χριστού.

Το βραβείο φωτογραφίας του διαγωνισμού «Κλείστε στο φακό σας ένα φεστιβάλ» κέρδισε ο Δημήτρης Δαλδάκης.

Σχολιάστε

Filed under festivals, ειδήσεις

«Casus belli» και στη Δράμα

casusbelli

Η επιλογή της βενετσιάνικης Μόστρας, η ταινία του Γιώργου Ζώη «Casus belli», ένα σχόλιο για την κοινωνία της κατανάλωσης, την κοινωνία της κρίσης, απέσπασε το πρώτο βραβείο (συνοδεύεται από 4.500 ευρώ) στο 33ο Φεστιβάλ της Δράμας που ολοκληρώθηκε το Σάββατο το βράδυ. Το δεύτερο βραβείο μυθοπλασίας (2.000 ευρώ) πήγε στην ταινία του Χάρη Βαφειάδη «13 1/2», που βασίζεται σε ένα διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου για ένα αγοροκόριτσο στην επαρχία. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο βραβευθέντες ζήτησαν καλύτερη και μεγαλύτερη αίθουσα από το περιορισμένης χωρητικότητας «Ολύμπια» και καλύτερες συνθήκες ήχου στην αίθουσα προβολής, ενώ ο Γιώργος Ζώης ζήτησε (πολύ σωστά) να σταματήσει επιτέλους ο διαχωρισμός digi και φιλμ.

Η κριτική επιτροπή του 33ου φεστιβάλ, με πρόεδρο τον σκηνοθέτη Τώνη Λυκουρέση, επισήμανε «το υψηλό επίπεδο των νέων κινηματογραφιστών τόσο στην αισθητική όσο και στην αφηγηματική τεχνική, παρά την έλλειψη κινηματογραφικής παιδείας».

Τα υπόλοιπα βραβεία:

Στο τμήμα «Ελληνες του Κόσμου»: «Peter’s room» του Νικόλα Κολοβού (3.000 ευρώ).

«Τώνια Μαρκετάκη» για την καλύτερη ταινία κοινωνικού προβληματισμού: «Reverse» του Τζώρτζη Γρηγοράκη (4.000 ευρώ από το ΕΚΚ).

Τρία ισότιμα ειδικά βραβεία: «Το Χωριό» του Στέλιου Πολυχρονάκη, «Oedipus» του Ιωακείμ Μυλωνά και «Τι ώρα θα γυρίσεις;» της Μαριτίνας Πάσσαρη (από 3.000 ευρώ).

Φωτογραφίας: Στον Κλάουντιο Μπολιβάρ για το «Reverse» του Τζώρτζη Γρηγοράκη.

Γυναικείας Ερμηνείας: Αλεξάνδρα Χασάνι για το «13 ½» του Χάρη Βαφειάδη.

Ανδρικής Ερμηνείας: Ερρίκος Λίτσης για το «Ο Μάριος και το κοράκι» του Γιάννη Μπουγιούκα.

Μουσικής Επένδυσης: Γιάννης Ψαρουδάκης για «Το Χωριό» του Στέλιου Πολυχρονάκη.

Ηχητικής Μπάντας: Κώστας Βαρυμποπιώτης, Αρης Λουζιώτης και Carmine Picarello για το «Double Fault» της Ελίνας Φέσσα.

Στο τμήμα digi2010, όπου φιλοξενούνται ψηφιακές ταινίες, το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο φιλμ «Στην εξορία» της Καλλιόπης Λεγάκη και το δεύτερο στον «Πλανευτή του Γράμμου» του Βαγγέλη Ευθυμίου.

Στο διεθνές τμήμα του Φεστιβάλ τα βραβεία απένειμε η κριτική επιτροπή με πρόεδρο τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Αρβανίτη, που επισήμανε «την απουσία κοινωνικοπολιτικής κριτικής» από τις ταινίες που είχαν επιλεγεί για τη διοργάνωση. Το Grand Prix πήγε στο «Yellow moon» του Zvonimir Juric από την Κροατία (3.000 ευρώ).

Σχολιάστε

Filed under festivals, ειδήσεις

Το σκλαβοπάζαρο της Ευρώπης και «αλληλεγγύη στην Ελλάδα» από τον Γκοντάρ

biutiful2
Χαβιέ Μπαρντέμ, «Biutiful».

ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: Κώστας Τερζής

«Biutiful» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, έτσι, ανορθόγραφα στον τίτλο της ταινίας, για να δηλώσει την ανάπηρη, λειψή ζωή των ηρώων του, των σύγχρονων αθλίων πίσω από την αστραφτερή βιτρίνα της ενωμένης Ευρώπης: Σε μια αγνώριστη, τριτοκοσμική Βαρκελώνη, όπως την αιχμαλωτίζει πυρετικά ο φακός του, με την κάμερα να κινείται ασταμάτητα, Κινέζοι που ζουν σε τρώγλες και δουλεύουν σαν σκλάβοι σε παράνομες φάμπρικες, Αφρικανοί που διακινούν το έτοιμο προϊόν στους δρόμους, «από την παραγωγή στην κατανάλωση», και ο «ενδιάμεσος» με την αποστολή να λύνει τα προβλήματα με τους μαφιόζους που είναι στην κορυφή, αλλά και με το κράτος, ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, ο Χαβιέ Μπαρντέμ, ονόματι Ουξμπάλ. Όχι, δεν είναι ο τύπος του εκμεταλλευτή, είναι απλώς ένας «ιμάντας» κι αυτός σ` ένα τερατώδες σύστημα εκμετάλλευσης και σύνθλιψης ανθρώπων, στον κατάμαυρο καπιταλισμό της εποχής μας, που μπροστά του το Λονδίνο του Ντίκενς φαντάζει ρομαντική αφήγηση… Ο Ουξμπάλ πεθαίνει από καρκίνο, και αγωνιά τι θα απογίνουν τα δύο παιδιά του, μια και η μάνα τους έχει αποδειχθεί ανίκανη να τα φροντίζει… Μελόδραμα; Οχι, σε καμία περίπτωση. Ο Ινιαρίτου προσπερνά όλα τα κλισέ του είδους, ενδιαφέρεται (ίσως υπερβολικά) για το φορμάλ μέρος της ταινίας, την κομματιάζει και την ανασυνθέτει, η εικόνα είναι «βρώμικη», η κάμερα κουνιέται παραπάνω απ` όσο «πρέπει», η μουσική καταλήγει θόρυβος που δοκιμάζει τα νεύρα… Δεν είναι δυνατόν ο θεατής να περνάει ευχάριστα το χρόνο αναπαυτικά στην πολυθρόνα του… Η αφήγηση σε βουλιάζει σε έναν κόσμο όπου καραδοκεί η απελπισία, ο θάνατος… Μια σπουδή θανάτου είναι η ταινία, και γι` αυτό δύσκολα ο θεατής «συμφιλιώνεται» μαζί της. Σκεφτόμουν ωστόσο βλέποντάς την στην τεράστια αίθουσα «Λυμιέρ» εδώ στις Κάννες πως το «Biutiful» αντιπροσωπεύει τη βάρβαρη εποχή μας όσο ελάχιστες ταινίες των πρόσφατων χρόνων.
Αφήγηση φιλόδοξη, άνιση, εντυπωσιακή αλλά και εξαιρετικά «δύσπεπτη», η ταινία του Ινιαρίτου ξεχειλώνει τελικά, φτάνει τις δύο ώρες και δεκαοκτώ λεπτά. Ένα μεγάλο σκηνοθετικό ταλέντο, που ακόμη δεν έχει τον απαραίτητο αυτοέλεγχο.

filmsocialisme
«Film Socialisme»

«Film Sosialisme» από τον βετεράνο Ζαν Λικ Γκοντάρ στο παράλληλο πρόγραμμα «Ένα κάποιο βλέμμα», σε ένα από τα πιο «πολιτικά» φεστιβάλ των τελευταίων χρόνων. Μια ταινία σκέψης, με «θραύσματα» ευρωπαϊκής κουλτούρας και αγωνία για το μέλλον της Ευρώπης. Σαν την σωκρατική «αλογόμυγα» της Αρχαίας Αθήνας, ο Γκοντάρ τολμά να επισημαίνει πληγές και αναπάντητα ερωτήματα στην Παλαιστίνη, στο Σεράγεβο, στην ελληνική περίπτωση, ανατρέχοντας μέχρι τον ελληνικό Εμφύλιο, με πλάνα αρχείου κι ένα μοιρολόι της δεκαετίας του `40 να πλημμυρίζει την οθόνη των Καννών… Μπορεί το περασμένο καλοκαίρι οι υπεύθυνοι στην Αθήνα να του αρνήθηκαν την άδεια να πραγματοποιήσει γυρίσματα σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως είχε ζητήσει, επειδή δεν… προσκόμισε σενάριο, ωστόσο ο Γκοντάρ αποδεικνύεται βαθιά ελληνοκεντρικός: Σε πρόσφατη (μοναδική) συνέντευξή του σε γαλλικό περιοδικό είπε ότι «η Ευρώπη οφείλει τα πάντα στην Ελλάδα», ενώ χτες ακύρωσε την τελευταία στιγμή την παρουσία του στο Φεστιβάλ με ένα λακωνικό φαξ στον Τιερί Φρεμό, λέγοντάς του πως «προβλήματα ελληνικού τύπου» (suite à des problèmes de type Grec), δεν του επιτρέπουν να είναι παρών. Όταν ο Φρεμό ζήτησε εξηγήσεις, ο Γκοντάρ έστειλε δεύτερο φαξ με ένα ποίημα… Οι δημοσιογράφοι εδώ υποδέχτηκαν με αμηχανία αυτή την τυπικά γκονταρική κίνηση, αδυνατώντας να την ερμηνεύσουν, ενώ εμείς μάλλον δικαιούμαστε να την εκλάβουμε ως μία ακόμη κίνηση αλληλεγγύης…

1 σχόλιο

Filed under festivals

Mε «Ρομπέν» και γκονταρικό «Σοσιαλισμό» οι Κάννες

Αμπάς Κιαροστάμι, Τακέσι Κιτάνο, Μάικ Λι, Ρίντλεϊ Σκοτ, Νικίτα Μιχάλκωφ, Ολιβερ Στόουν, Αλεχάντρο Ινιαρίτου, Γούντι Αλεν, Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Μπερτράν Ταβερνιέ, Μανοέλ ντε Ολιβέιρα είναι ανάμεσα στους σκηνοθέτες που θα παρουσιάσουν τις νέες τους ταινίες στο 63ο Φεστιβάλ των Καννών από 12 έως 23 Μαϊου. Το φεστιβάλ ανοίγει με τον «Ρομπέν των δασών» του Ρίντλεϊ Σκοτ και κλείνει με τη μάλλον επίκαιρη «συνέχεια» του «Γουόλ Στριτ» του Ολιβερ Στόουν, που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Money never sleeps» και παρουσιάζει τον Γκόρντον Γκέκο σε νέες περιπέτειες (και οι δύο ταινίες προβάλλονται εκτός συναγωνισμού).
Στο ενδιάμεσο, η υπό τον Τιμ Μπάρτον κριτική επιτροπή θα έχει μπόλικη δουλειά, αφού οι 13 ταινίες του φετινού διαγωνιστικού προγράμματος απαρτίζουν μια πολύ καλή επιλογή -ανάμεσά τους έχουμε και συμμετοχές από χώρες όπως η Ουκρανία και το Τσαντ, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού. Ξεχωρίζουν, το «Copie Conforme», πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Κιαροστάμι στη Δύση, με τη Ζιλιέτ Μπινός, η ταινία εποχής του Ταβερνιέ «La Princesse de Montpensier», το «Fair game» του Νταγκ Λίμαν από την Αμερική, η συνέχεια του «Ψεύτη ήλιου» του Μιχάλκωφ, το «Hors la Loi» του Ρασίντ Μπουσαρέμπ. Ακόμη, η νέα ταινία του Γούντι Αλεν «You Will Meet a Tall Dark Stranger» (εκτός συναγωνισμού), το «Another Year» του Μάικ Λι, που είναι σε φόρμα τα τελευταία χρόνια, το «Biutiful» (με αυτή την ορθογραφία) του Ινιαρίτου, με πρωταγωνιστή τον Χαβιέ Μπαρντέμ φυσικά, το «Outrage» του Τακέσι Κιτάνο. Εκτός φεστιβάλ ο Τέρενς Μάλικ που τελικά δεν πρόλαβε τις ημερομηνίες καθώς η νέα του ταινία «Tree of Life» βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία του μοντάζ.

Στο πολύ σημαντικό παράλληλο πρόγραμμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» έχουμε το πολυαναμενόμενο «Film Socialisme» του 79χρονου Γκοντάρ, για το οποίο το ελληνικό κράτος αρνήθηκε βοήθεια σε κάποια γυρίσματα που επρόκειτο να γίνουν εδώ, επειδή ο Γάλλος δημιουργός δεν προσκόμισε… σενάριο, το νέο φιλμ του… 101χρονου Μανοέλ ντε Ολιβέιρα «O Estranho Caso de Angélica» , ενώ η ανερχόμενη κινηματογραφική δύναμη της Ευρώπης, η Ρουμανία, που πέρυσι ξεχώρισε με το «Αστυνομία Ταυτότητα» του Κορνέλιου Πορουμπόιου, φέτος συμμετέχει με δύο ταινίες (του Κρίστι Πούιου και του Ράντου Μουντεάν). Από την Ιταλία έχουμε την ταινία της Σαμπίνα Γκουζάντι «Draquila – L’Italia Che Trema», μία κατά μέτωπο επίθεση στον Μπερλουσκόνι.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ

Σχολιάστε

Filed under festivals