Ο Τσε στην Κρουαζέτ


Η Κούβα στα τέλη της δεκαετίας του `50 και στις αρχές του `60 ήταν σίγουρα από τα πιο συναρπαστικά σημεία του πλανήτη. Οι «μπαρμπούδος» που κατέβηκαν από τα βουνά είχαν ανατρέψει τον Μπατίστα και το επαναστατικό καθεστώς ζούσε τη μέθη του θριάμβου. Εκεί βρισκόταν κι ένας νεαρός Αμερικανός, ο μετέπειτα σκηνοθέτης Τέρενς Μάλικ, τότε ανταποκριτής του περιοδικού «The New Yorker», αλλά και ο Γάλλος κινηματογραφιστής Κρις Μαρκέρ. Ο δεύτερος θα γυρίσει την ταινία «Cuba si!» που θα απαγορευτεί αμέσως μόλις παρουσιαστεί στη Γαλλία, ως «επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη».

Ο πρώτος, έχοντας ζήσει από κοντά όλα τα κρίσιμα γεγονότα, σχηματίζει μέσα του το πρόπλασμα μιας ταινίας που θα υλοποιηθεί τελικά πενήντα χρόνια αργότερα, χωρίς ωστόσο να είναι ο ίδιος πίσω από την κάμερα, όπως προγραμματιζόταν. Με διάρκεια που φτάνει τις τεσσερισήμισι ώρες, ήταν η πιο αναμενομένη ταινία για όλους εμάς που βρεθήκαμε στο φετινό 61ο Φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο: ο «Τσε», σε σκηνοθεσία του Στίβεν Σόντερμπεργκ, και με τον Πορτορικανό ηθοποιό Μπενίσιο ντελ Τόρο να υποδύεται τον Αργεντίνο επαναστάτη, ενώ ταυτόχρονα είναι και συμπαραγωγός της ταινίας. Για την ακρίβεια, των δύο ταινιών: πρώτα «Τhe Αrgentine» («Ο Αργεντίνος», για την επανάσταση στην Κούβα) και μετά το «Guerilla» («Αντάρτης», ο Τσε στη Βολιβία, μέχρι τη δολοφονία του).

Νεκρός, με τα μάτια ανοιχτά στο τέλος της διαδρομής…

Στις Κάννες είδαμε τις δύο ταινίες σαν ενιαίο σύνολο, υπό τον τίτλο «Che», με ένα δεκάλεπτο διάλειμμα, χωρίς credits αρχής και τέλους. Κατά κάποιο τρόπο ένα work in progress, που μάλλον παρουσιάστηκε με τη συγκεκριμένη μορφή για πρώτη και τελευταία φορά (η ταινία δεν έχει βρει ακόμα διανομή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, κι αυτό πιθανώς να οδηγήσει στην αναδόμησή της).
Ο Σόντερμπεργκ πάντως γύρισε δύο διαφορετικές ταινίες, ως προς τη σύλληψη και την εκτέλεση: Ο «Αργεντίνος» στηρίζεται σαφώς σε πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση, ξεκινώντας από τη συνάντηση Φιντέλ – Τσε στο Μεξικό το 1955, μέχρι την κατάληψη της Αβάνας τρία χρόνια αργότερα, ενώ με ένα «άλμα στο μέλλον», στην ιστορική επίσκεψη του Τσε Γκεβάρα στη Νέα Υόρκη το 1964, σχηματίζεται ικανοποιητικά η ιδεολογική ραχοκοκαλιά του… Αντίθετα, το «Guerilla» είναι μονοδιάστατο, εσκεμμένα λιτό, ο θριαμβευτής επαναστάτης σχεδόν υποβιβάζεται εδώ σε «μία φιγούρα σαν τις άλλες» στην καταδίωξή τους μέχρι την τελική εξόντωση.

Είναι εντυπωσιακό πάντως ότι σε ένα σύνολο που ξεπερνά σε διάρκεια τις τέσσερις ώρες ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος (Peter Buchman) και οι παραγωγοί δεν συμπεριέλαβαν κάποιες στιγμές εξαιρετικά κρίσιμες για την κατανόηση της προσωπικότητας αλλά και των αντιφάσεων του Τσε. Π.χ. η «αφρικανική περιπέτεια» του Τσε, που είχε παταγώδη αποτυχία, και με αίτια πιο σύνθετα από τη Βολιβία, απουσιάζει εντελώς. Ακόμη, δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη για την καθοριστική τελευταία δημόσια εμφάνισή του στο Αλγέρι, στην Αφροασιατική Σύνοδο, στις 24 Φεβρουαρίου 1965, όπου πέταξε το γάντι στη Μόσχα: «Οι σοσιαλιστικές χώρες έχουν το ηθικό καθήκον να δώσουν τέλος στη σιωπηρή συνενοχή τους με τις εκμεταλλεύτριες χώρες της Δύσης».

Μετά την ήττα στο Κονγκό, ο Τσε, ζυγίζοντας λιγότερο από πενήντα κιλά, βρίσκει καταφύγιο κλεισμένος για τρεις ολόκληρους μήνες στην κουβανική πρεσβεία του Νταρ Ες Σαλάμ, στην Τανζανία. Τι θα κάνει? Ο Κάστρο έχει δημοσιοποιήσει την αποχαιρετιστήρια επιστολή του, την απομάκρυνσή του από την οικογένειά του και από την Κούβα για λογαριασμό της παγκόσμιας επανάστασης. Ο Τσε έχει παραιτηθεί ακόμη και από την κουβανική υπηκοότητα. Είναι τώρα ένας επαναστάτης χωρίς πατρίδα, χωρίς δρόμο επιστροφής. Σαν ήρωας του Καμύ, θα γράψει στο ημερολόγιό του τη φράση «Ποιος ήμουν εγώ?». Το μονοπάτι που οδηγούσε στη Βολιβία ίσως ήταν μονόδρομος. Τίποτε απ` όλα αυτά δεν υπάρχει στην ταινία.

Τέλος, στο φιλμ του Σόντερμπεργκ μένει μετέωρη η κραυγή «Δολοφόνε», που ακούγεται για τον Τσε από τους αντιπάλους του (κάποιος μάλιστα το επικαλείται και λίγο πριν τον δολοφονήσουν). Ο Σόντερμπεργκ σιωπά και εδώ. Είναι αλήθεια ότι ο Τσε επόπτευε προσωπικά τις εκτελέσεις ανθρώπων του καθεστώτος Μπατίστα. Πόσοι εκτελέστηκαν? Οι πηγές μιλούν ασαφώς για διακόσιους έως χίλιους πεντακόσιους εκτελεσμένους. Κάτω από ποιες συνθήκες?

Ολες αυτές οι κρίσιμες πτυχές, καθοριστικές οπωσδήποτε, δεν βρίσκουν θέση στο εν τέλει απλουστευτικό σχήμα του Σόντερμπεργκ: Μέρος πρώτο «ο θρίαμβος», μέρος δεύτερο «ήττα και θάνατος».

Αποτυχία λοιπόν? Όχι ακριβώς. Πίσω από την κάμερα είναι ένας πραγματιστής σκηνοθέτης, δίνοντας ένα έργο με έμφαση στις τακτικές του αγώνα, στα στοιχειώδη προβλήματα, στις «υλικές» προϋποθέσεις που κατοικούν την οθόνη, στοχεύοντας την αίσθηση «του τι σήμαινε να βρίσκεται κανείς εκείνη την εποχή δίπλα στον Τσε». Εστω και ατελής, νομίζω πως η προσπάθεια δεν είναι αμελητέα.


Σχολιάστε

Filed under film reviews

Σχολιάστε